Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2007

Πέτρος... 1

Ο Πέτρος αχ αυτός ο Πέτρος.. Άγγελος σκέτος η ομορφιά του.. και αυτά τα μάτια του, μάτια σμαράγδια σμιλευτά, διαμάντια στο χρώμα του ουρανού.. Καθαρά κρυστάλλινα, μπορούσες να διακρίνεις μέσα τους την τόση ομορφιά, τον ατελείωτο κόσμο που κρύβανε..

Όταν γελούσε , γελούσε όλος ο κόσμος δίπλα του. Χαμόγελο φυσικό, παιδιάστικο , αθώο. Ολόκληρος άντρας και όμως έκρυβε ένα παιδί μέσα του. Σώμα αρρενωπό και καρδιά μικρού παιδιού, παράξενο ταίριασμα δεν νομίζεις;;
Και όλα αυτά μέσα σε μια εικόνα πολύ χαρακτηριστική, μέσα σε ένα πρόσωπο πολύ ντροπαλό..


Έτσι ακριβώς και η ζωή του, αντάρα έκρυβε στην ψυχή. Μα μανιασμένα φυσούσε, δεν ήθελε να κοπάσει τίποτα.. Δεν έριχνε το κεφάλι.. Πάντα αυτός! Πάντα θα τα κατάφερνε! Είμαι σίγουρη γι’ αυτό.. μέσα μου το πιστεύω!

Η ζωή του όλη δύο ρόδες.. και ο καημός του μαζί. Δύο ρόδες.. χμ.. να σκεφτώ.. ελευθερία μου μυρίζει, άνεμος, απόδραση.. Απόδραση από πού μάτια μου άραγε;; Από που να ήθελε να αποδράσει;;
Γυναίκα δεν μπορούσε να τον κρατήσει, να τον συνετίσει.. μα δεσμεύεται ο άνεμος, μπορείς να του πεις τώρα μην φυσήξεις, μην φέρεις ταραχή;;

Εγώ πλεύρισα αλλού.. χρειάστηκα λιμάνι να ξεκουραστώ.. Εκείνος συνέχισε για καινούργιες περιπέτειες για καινούργιες συγκινήσεις..

Κάπου κάπου τα βράδια όταν κάθομαι στο λιμάνι κι αγναντεύω τον βλέπω να περνά.. Πάντα βιαστικός , ποτέ δεν κάθεται πουθενά.

Κάνε Θεέ μου, πορεία καλή να έχει μπροστά του, στρωτή.. για να ακουμπάνε οι ρόδες καλά στην άσφαλτο. Και να γυρίζει τα βράδια στην οικογένεια του!
*
*
Εικόνα όμορφη μπλέχτηκε χθες στο μυαλό μου, και έπλεξα με τις λέξεις λόγια γλυκά για σένα! Λόγια που δεν ειπώθηκαν λόγια αγαπημένα..
Δρόμο καλό να έχεις καρδιά..


Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2007

Πέτρος

Μια ιστορία σκέφτηκε να φτιάξει. Μια ιστορία που να μιλάει για πάθος, για αγάπη αλλά και για καημό. Το στέρνο του να γεμίσει από ανεκπλήρωτα όνειρα, ελπίδες που χάθηκαν , που ξεχάστηκαν με τον καιρό. Και να την πει, να την ομολογήσει στην θάλασσα. 


Κάθε μέρα στο ίδιο σημείο, καθισμένος μπροστά από το στρογγυλό τραπεζάκι του μπαλκονιού του.Με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί συντροφιά. Ήταν από τους τυχερούς , μπορούσε να βλέπει τη θάλασσα από το σπίτι. Έτσι κάθε απόγευμα λίγο μετά το σούρουπο, καθόταν εκεί μπροστά από το σιδερένιο τραπεζάκι και μάζευε τις σκέψεις του. Ο ήλιος έδυε δίνοντας στον ορίζοντα κάθε φορά και ένα διαφορετικό χρώμα. Άλλοτε τον έντυνε σε χρυσοκόκκινα υφάσματα, άλλες φορές σε πορφυρά και άλλες σε μαβιά θέλοντας να τραβήξει την προσοχή. Κι εκείνος πάντα εκεί, καθημερινός παρατηρητής, θαυμαστής του κάλλους.. Γέμιζε τα μάτια και την ψυχή με χρώματα. 
Μα σήμερα ήταν διαφορετικά. Κάτι αόριστο υπήρχε, μόνο που δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ακριβώς ήταν αυτό. Μόλις είχε βγει από το μπάνιο και είχε φορέσει το αγαπημένο του τζην και μία μαύρη μπλούζα. Ξυπόλητος ακόμα, σαν να τον χτύπησε ρεύμα. Γύρισε απότομα και κατευθύνθηκε προς το μπαλκόνι. Κάθισε βιαστικά στην σιδερένια μικροσκοπική καρέκλα και κοίταγε επίμονα πότε το μισό- άδειο ποτήρι με κρασί και πότε στο κενό. Με το χέρι του έτριβε το σβέρκο του, το πρόσωπό του, κάτι πλανιόταν στον αέρα, μια μυρωδιά γνωστή . Μια μυρωδιά που τον έκανε να ανατριχιάσει, ζωντάνεψε την θύμηση και τον ταρακούνησε σαν να τον είχε χτυπήσει ρεύμα. 

Το άρωμά της... Λες να είναι αυτή; Μα πως; Πάνε δύο χρόνια; Μπορεί και πιο πολύ.. Μέσα στα μάτια του, μπροστά στο ποτήρι θολή η εικόνα της. Προσπαθούσε να την θυμηθεί να χαμογελά. Τα μελιά μάτια της όλο φως τα είχε τώρα μπροστά του. Δεν χρειάστηκε και πολύ κόπο τελικά για να αναπολήσει στιγμές και λόγια.. Και ένας καημός ανέβηκε στο στήθος του. Την αγαπούσε πολύ.., τον είχε παρασύρει μαζί της σε πρωτόγνωρες καταστάσεις. Όλα είχαν γίνει ξαφνικά, θυμάται τότε. Τυχαία την γνώρισε, πολύ γρήγορα έγιναν ζευγάρι , πολύ γρήγορα χωρίσανε. Άραγε πόσο καιρό είχε να μάθει νέα της. Και τότε θυμόταν, ότι ήθελε να ξαναγυρίσει κοντά της αλλά οι καταστάσεις μπλεχτήκανε και στο τέλος όλα ξεχάστηκαν.. 

Άραγε να μένει ακόμα σε 'κείνο το μικρό σπιτάκι με τους γονείς της; Να έχει τελειώσει το πτυχίο της; Ήθελε και να παντρευτεί -θυμάται του έλεγε τότε-, ήθελε να αποκτήσει οικογένεια. Οι αναπνοές του τώρα είχαν σημάδια από κούραση, βγαίνανε αργά από θλίψη. Καθώς έδυε ο ήλιος λίγο πριν εξαφανιστεί και δώσει τη θέση του στη σελήνη του είχε χαρίσει τόσες αναμνήσεις. Σήμερα το βράδυ θα πέρναγε από το σπίτι της, από εκείνη την παλιά γειτονιά να δει αν υπήρχαν φώτα στην αυλή της και το μικρό σαραβαλάκι απ' έξω. Να της πεί μία "καληνύχτα"..

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2007



Κι ήταν εκεί μέσα στη γεμάτη υδρατμούς ατμόσφαιρα, πίσω απ' το θολό κρύσταλλο ανεπαίσθητη φιγούρα που τρέμει στον καθρέφτη.. Η Μυρτώ είχε πάει γρήγορα να της φέρει μία μεγάλη πετσέτα να την σκουπίσει να μην κρυώνει. Η Άνοιξη δεν είχε μπει για τα καλά ακόμη και δεν ήταν καιρός για κρυολογήματα και τρεξίματα. Γύρισε πολύ σύντομα κρατώντας στα χέρια της μία τεράστια σιέλ πετσέτα, φρεσκοπλυμμένη.. να χαθεί μέσα της, να κουρνιάσει και η μυτούλα της να μυρίσει χίλιες δύο μυρωδιές.
Μέσα στο μπάνιο οι υδρατμοί δεν είχαν υποχωρήσει ακόμη. Κρυμμένη πίσω στο βάθος να την περιμένει. Το βρεγμένο σωματάκι της γυάλιζε από κοντά -καλοσχηματισμένο τόσο δα..Τα ποδαράκια της τρέμανε, με τα χεράκια της είχε αγκαλιάσει το κορμάκι της να ζεσταθεί λιγάκι. Οι μπουκλίτσες μαύρες καλοσχηματισμένες πέφτανε στο προσωπάκι της μία εδώ και μία εκεί. Τι όμορφο που ήταν το κοριτσάκι της.
«Εύα μου κρυώνεις;», της είπε με νάζι καθώς τα μάτια της δεν μπορούσαν να χορτάσουν την εικόνα. Η μικρή αν και δύο χρονών και κάτι , είχε πάρει πολλά από τα χαρακτηριστικά της μαμάς της. Μιλούσε λίγο και όχι άσκοπα. Ότι ήθελε να δείξει, το 'δειχνε με μορφασμούς, αγκαλιές και κινήσεις. Κούνησε δύο τρεις φορές το κεφαλάκι της θέλοντας να δείξει το πόσο πολύ κρύωνε. Η Μυρτώ την τύλιξε με την μεγάλη πετσέτα και την άρπαξε στην αγκαλιά της.
«Ουφ κάναμε και ένα μπανάκι» της είπε χαδιάρικα, «τώρα που σε κρατάει η μανούλα δεν κρυώνεις εε;». Ένα μικρό "τσου" ακούστηκε κι ήρθε μία αγκαλιά να επισφραγίσει την αγάπη της. Αυτό το παιδί ήταν όλη της η ζωή. Ότι πιο όμορφο είχε δημιουργήσει..

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2007

Αναπάντητη

Όνειρο θα είναι σκέφτηκε μα δεν είπε τίποτα από το φόβο μη χαθεί το όνειρο..

Η αναμονή και η σιωπή είναι δύσκολες από μόνες τους..

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2007

Μικρή ιστοριούλα στη θάλασσα δοσμένη

Κίνησα με μία βάρκα μέσα στο απέραντο γαλάζιο της γλυκιάς μου θάλασσας να φύγω.. 


Ο προορισμός μου άγνωστος. Περνούσα μία ακόμη από τις στενάχωρες μέρες μου. Οι τάσεις φυγής μου είχαν φτάσει στο έπακρο. Φαινομενικά ήμουν καλά, αλλά όπως είπα φαινομενικά Καταβάθος πνιγόμουν, βουνό μπροστά μου τα προβλήματα. Τι έκανα και τα περνάω αυτά;

Γαλάζια και κείνη, όπως και τα νερά τριγύρω της. Πάντα όταν θέλω να ξεφύγω μονάχα εκείνη σκέφτομαι, ταξίδια ονειρεύομαι, βουτιές και μακροβούτια στο βυθό. Ευτυχώς που στην παραλία υπήρχε ακόμα η μικρή βαρκούλα του πατέρα μου. Εισιτήριο στη διέξοδο.. 
Έφυγα, δύο - τρεις φορές συγχρονισμένα κούνησα τα κουπιά στα νερά της και έφυγα. Ο καιρός ιδιόρυθμος, ούτε ζέστη ούτε κρύο, ούτε πολύ φως αλλά ούτε και σκοτάδι. Και όλα στο χρώμα το γαλάζιο. Δεν ήξερα τι να περιμένω. Για να πω την αλήθεια, δεν με ένοιαζε κιόλας. Με ένοιαζε που απομακρυνόμουν από τη στεριά, από τα προβλήματα. Ήθελα να έχω την ψευδαίσθηση ότι δεν θα ξαναγυρίσω. Θα με χάσουνε για πάντα. 

Σκέφτηκα να κάνω κουπί με μανία, μέχρι να κουραστώ, μέχρι να χαθεί από τον ορίζοντα η στεριά. Μα πάλι το μετάνιωσα. Όσο μεγαλώνω αρχίζω και σκέφτομαι πιο ψύχραιμα τα πράγματα. Μετά σκέφτηκα να αρχίσω να κλαίω, τώρα που δεν θα με έβλεπε κανείς. Ένοιωθα αδικημένη και ήμουν και στην πραγματικότητα. Έπρεπε λοιπόν να κλάψω όσο πιο δυνατά μπορούσα αφού το κακό που μου είχαν κάνει ήταν μεγάλο: μου είχαν πάρει εσένα.. 

Μα και πάλι μου φάνηκε ανούσιο. Όχι χωρίς λόγο.. μα χωρίς σκοπό. Σε είχα χάσει έτσι κι αλλιώς. Αν έκλαιγα λίγο ή πολύ δεν θα άλλαζε τίποτα. Δεν θα έδειχνε τον πόνο μου. Δεν έχει μέτρο όταν πονάς.. Ο καημός μέσα στην καρδιά μου υπήρχε βέβαια. Τον ένοιωθα με κάθε αναπνοή αλλά δεν ήθελα να ξεσπάσει. 

Έτσι άφησα το ρεύμα να με κατευθύνει με τη βαρκούλα μου, και εγώ αρκέστηκα να κοιτώ τον ουρανό και τη θάλασσα. Λόγια και σκέψεις μου να κλέψουνε, που τα είπα ψιθυριστά να μην μ' ακούσει κανείς. 

  Να πλανέψει τον λογισμό να μην πονάει μα να προσμένει λύτρωση




Να 'χει άραγε πατρίδα η αγάπη κι η αγκαλιά;














Υ.Γ. Και όλα πάλι ντύθηκαν στα μπλέ στο αγαπημένο μου χρώμα..
Προσδίδει τόση σιγουριά.. αγαλλιάζει την ψυχή.. την νανουρίζει..
Σε ταξίδια μακρινά την πάει.

Σάββατο 28 Ιουλίου 2007


Να ταξιδεύει και να 'ρχεται κοντά σου... ΠΑΝΤΑ!!

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2007

Λέξη κλειδί "Ελευθερία"

«Ελευθερία, Λευτεριά, Ελεύθερος –η»

Λέξεις με βαθύ νόημα. Όλος ο κόσμος μπορούσε να γνωρίζει μερικές από τις έννοιες της ελευθερίας. Λέξη ξακουστή, πολύτιμη.. ηχούσε δυνατά στο μυαλό των ανθρώπων από την αρχαιότητα. Μυθικοί πόλεμοι είχαν γίνει για την επίτευξη της..

Της Εύας όμως είχε κολλήσει το μυαλό της, πως θα μπορούσε να γράψει ένα άρθρο για την ελευθερία με 500- 600 λέξεις; Όλα της φαίνονταν βουνό. Όμως δεν μπορούσε με τίποτα να ξεφύγει .. Ήταν η εργασία που της είχε ζητήσει ο καθηγητής στη σχολή και έπρεπε να την παραδώσει το πολύ μέσα σε μία εβδομάδα, ήταν και η διάθεση που ήταν βαριεστημένη, κι όλα χειροτερεύανε . Που να έτρεχε τώρα για να βρει πληροφορίες για ένα τόσο αόριστο θέμα..

Για να πείσει τον εαυτό της ότι ήταν πρόθυμη να περάσει και αυτό το μάθημα, ντύθηκε γρήγορα, πήρε το απαραίτητο τετράδιο και δύο τρία μολύβια και στυλό και ξεκίνησε. Στο δρόμο η πρώτη ερώτηση που έκανε στον εαυτό της δυνατά ήταν.. «που έπρεπε να πάει;» Μα που αλλού, Στη Βιβλιοθήκη!, εκεί μέσα θα έβρισκε την ετυμολογική σημασία της λέξης αλλά και πλούσιες σημειώσεις για να συνεχίσει να διαμορφώνει το άρθρο της.

«Μα στη Βιβλιοθήκη ;;» γκρίνιαξε το μυαλό και της έφερε εικόνες από θάλασσα. Ο αέρας μύριζε αλάτι και κύμα.

«Καλή αρχή κάνουμε», είπε βαριεστημένα και κίνησε για τη δεύτερη επιλογή τη θάλασσα..

Μισή ώρα αργότερα ένα σημείο λίγο έξω από το Φλοίσβο ήταν ότι καλύτερο μπορούσε να διαλέξει. Ένα μέρος πιο απόμακρο, αποτραβηγμένο από τον πολύ κόσμο, δοσμένο μόνο στον ήλιο και στη θάλασσα. Παραλλαγές χρωμάτων και αντιθέσεων , σε ένα πολύ ταιριαστό ζευγάρωμα. Καθώς προχωρούσε για να βρει μία θέση στα βράχια να κάτσει. παρατηρούσε ευλαβικά τη φύση. Όλα συνυπήρχαν τόσο σωστά δοσμένα που σε προκαλούσαν να κερδίσεις όλο και περισσότερα όρια μέσα στο τοπίο. Ο ήλιος και η θάλασσα φαινόταν να είχαν γερό καβγά και δεν δίνανε και πολύ σημασία αν υπήρχαν θεατές σε αυτή τη διαμάχη. Σαν να μάλωναν μεταξύ τους αυτοί οι δυο ..θέλοντας.. να διασφαλίσουν σε ποιον ανήκει εκείνο το σημείο.

Ο ήλιος από ψηλά περήφανος, επιβλητικός έκαιγε με τις ακτίνες του το πάνω μέρος απ’ τα βράχια. Κι η θάλασσα με τη σειρά της απρόβλεπτη, ανήσυχη προσπαθούσε να κυριαρχήσει πάνω τους. Έφευγε και ερχόταν με ορμή. Χτυπούσε πάνω τους θέλοντας να τα ταρακουνήσει να τους δείξει ότι σε εκείνη ανήκουν.. Κύματα μεγάλα και μικρά, θυμωμένα, γεμάτα αφρούς αλλά και πιο ήρεμα χτυπούσαν πάνω σε εκείνο το κομμάτι γης και γέμιζαν την ατμόσφαιρα με σταγονίδια αλμυρού νερού, πολύχρωμα διαμάντια όπου με την βοήθεια του ήλιου γυάλιζαν ακόμα πιο πολύ. Κι ο ήλιος από τη πλευρά του παιχνίδια με τα σύννεφα βάλθηκε να κάνει, μία να λάμπει πιο πολύ και μία να μισοκρύβεται. Κι όλα να παίζουν με το φως και τις σκιές.. Κι αυτά τα σύννεφα τα πονηρά, διάφορα σχήματα να παίρνουν να προσπαθούν να τραβήξουν το βλέμμα από τη γη πάνω τους, να δείξουν στα βράχια τι τυχερά που είναι που έχουν τον ήλιο δίπλα τους.

Στο σημείο που βρήκε να κάτσει η Εύα τα κύματα δεν μπορούσαν να την φτάσουν.. Έτσι δεν χρειαζόταν να ανησυχεί να μην βραχεί αλλά μπορούσε να μυρίζει έντονα την αλμύρα. Ρούφηξε λίγο ακόμα οξυγόνο και άνοιξε το τετράδιο να προσπαθήσει να γράψει, να κάνει την αρχή για την εργασία. Τρεις λέξεις κατάφεραν να σημαδέψουν την πρώτη σελίδα:

ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ.

Έτσι μπορούσε η καρδιά της να αποτυπώσει αυτό που ένοιωθε. Κοίταγε προσεκτικά κάθε λεπτομέρεια κάθε υφή από τον σκληρό βράχο, από την τσαλακωμένη επιφάνεια της θάλασσας μέχρι το πιο απαλό χάδι του ήλιου.. Όλα μαζί κάνανε την διαφορά , όλα μαζί και τίποτα την ίδια στιγμή.. αρκούσε μόνο να σκεφτείς από πια πλευρά θα κοιτούσες τα αγαθά που είχες δίπλα σου.. συνέχισε να γράφει. Γιατί τι θα ήταν η ελευθερία παραπάνω από όλα αυτά που έχουμε σήμερα δίπλα μας;

Οι άνθρωποι δεν το καταλαβαίνουν αυτό πια. Δεν ξέρουν να απολαμβάνουν την κάθε στιγμή την κάθε κίνηση, την κάθε ανάσα. Αυτό είναι ελευθερία να μπορώ να σε αγγίζω, να μπορώ να μιλάω να μην φοβάμαι να εκφραστώ να φεύγω και να έρχομαι όποτε θέλω εγώ.. σαν κύμα σε ακτή..

Μα ναι, τι πιο ωραίο παράδειγμα από την θάλασσα.. ποιος άραγε θα μπορούσε να την φυλακίσει , να της αλλάξει σχήμα και ροή.. Ποιος θα μπορούσε να προβλέψει τις αλλαγές της και τα μυστήρια που κρύβει. Σήμερα ήταν ντυμένη σε χρώμα μπλε σκούρο και ανήσυχη, ανάγλυφα σχέδια εμφανίζονταν καθώς φούσκωνε και ορμούσε προς την ξηρά. Κι αν ξαναρχόσουν μία άλλη μέρα ίσως να την έβλεπες με γαλάζιο ανοιχτό σάρι ή ακόμα και με πράσινο, μπορεί και μαύρο αν είχε έρθει η ώρα που σκοτεινιάζει ο ουρανός.

Το χτύπημα των φτερών από το πέταγμα ενός γλάρου, την έκανε να σταματήσει να πληγώνει άλλο το χαρτί με το μικρό μαύρο μολύβι. Πέρασε σχεδόν πάνω από το κεφάλι της και χάθηκε βαθιά μέσα στη θάλασσα. Ύστερα έκανε μία στροφή και κατευθύνθηκε πάλι προς την ξηρά κοντά εκεί που η θάλασσα γεμίζει αφρούς... Ήταν ένας μικρόσωμος γλάρος, που πετούσε πότε ψηλά και πότε χαμηλά δίπλα στην ακτή.. σήκωνε το κεφάλι του σαν να περιφρονούσε τη γη και τους θνητούς και ανέβαινε ψηλά, πολύ ψηλά στον ουρανό τυλιγμένος μέσα σε άσπρα και γκρι πούπουλα.. Ανέβαινε στον ουρανό σαν μικρός αρχαίος θεός και έπειτα μετά από λίγο ερχόταν η πτώση , πότε κάθετα, πότε με άλλον τρόπο κατευθείαν στην θάλασσα για να μπορέσει να βρει την τροφή του. Πετούσε και έκανε στροφές ξανά και ξανά..

Η Εύα πότε περίμενε να δει μία ολόκληρη στροφή 360ο μοιρών και πότε να κάνει διάφορα κόλπα. Έσκυψε και ζωγράφισε στην άκρη του τετραδίου ένα μικρό γλάρο να δώσει ώθηση στο μυαλό της.. Και οι σκέψεις της βγήκαν από μέσα της αργά, διαδοχικά.. Το μολύβι πήρε πάλι φόρα και τύλιγε το χαρτί με μαύρα στίγματα, με σχήματα και εικόνες που θα έμπαιναν στην σωστή θέση και εκείνες με τη σειρά τους..

Η ώρα πέρασε και το τετράδιο γέμισε με σημειώσεις και έννοιες, παραγράφους και κείμενα που μπορούσες να βγάλεις νόημα διαβάζοντάς τα. Αλλά και σχήματα, περιγράμματα και σημεία όπου θα μπαίνανε οι εικόνες που είχε σκεφτεί.. Δεν ήξερε αν τελικά η εργασία της θα κατάφερνε να της δώσει την ευκαιρία να περάσει αυτό το μάθημα αλλά τουλάχιστον θα είχε μορφή και υπόσταση κάτι που και η ίδια δεν το πίστευε..

Κίνησε να φύγει, σηκώθηκε από εκεί που καθόταν και έκανε μερικά βήματα για να ξεπιαστεί. Θα πήγαινε σπίτι να χαλαρώσει, και αργά το βράδυ όταν όλα θα είχαν καταλαγιάσει μέσα της, σκέψεις , ιδέες, κι έμπνευση, θα τα έβαζε σε μια σειρά. Θα έδινε μορφή σε τόσα σκόρπια κειμενάκια.

Λίγο πιο κάτω από το σημείο που καθότανε η Εύα,ήταν αγκαλιασμένο ένα ζευγαράκι. Το αγόρι είχε κλείσει στην αγκαλιά του την κοπέλα και την έσφιγγε δυνατά ,να την αισθάνεται να μην του φύγει. Κοιτούσαν την θάλασσα σιγοψιθυρίζοντας ο ένας στον άλλον λόγια αγάπης ,ίσως ποιος ξέρει - σχέδια για την αυριανή μέρα, σκοτούρες, ή όνειρα.. μπορεί να μιλάγανε και για όνειρα.., για πράγματα που θέλανε να κάνουνε μαζί.

Ξαφνικά η κοπέλα θέλησε να κάνει μία κίνηση να χορτάσει λίγο πιο πολύ αλμύρα, ξέφυγε απότομα από την αγκαλιά του αγοριού και κατευθύνθηκε προς την θάλασσα.. Εκείνος μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων, εντελώς αναπάντεχα της άρπαξε το χέρι στον αέρα και την τράβηξε πάλι πίσω. Εκείνη γύρισε απότομα παρασυρμένη από την ορμή του χεριού του και έπεσε βαθιά μέσα στην αγκαλιά του. Το βλέμμα της πρόδιδε τα ερωτηματικά που περνούσαν μπροστά από τα μάτια της.. Κοιτάζοντας τον λίγο πιο βαθιά, διάκρινε την αγάπη μέσα του! Έριξε λίγο νάζι στα μάτια της, έκανε ένα γλυκό μορφασμό και χάθηκε μέσα στον λαιμό του παραδομένη στην αγάπη. Παράξενη αυτή η αγάπη… Εκείνος της είχε εκδηλώσει με το δικό του τρόπο πως ήθελε να μείνει εκεί.. κοντά του..

Η Εύα συνέχισε το δρόμο της , για να πάρει λίγο πιο κάτω από το σταθμό το τραμ και να γυρίσει σπίτι της.. Χαμογελούσε γιατί είχε μοιραστεί μία δική τους στιγμή, άνοιξε το τετράδιο της για να γράψει ένα στιχάκι για την αγάπη. Είδε τον γλάρο της πάνω- πάνω χρωματισμένο με μολύβι ..

Άραγε στην αγάπη υπάρχει ελευθερία;; Ξεφύλλισε διστακτικά τα φύλλα που είχε πληγώσει αραδιάζοντας σκέψεις.. έπεσε πάνω σε μια φράση..

Στην αγκαλιά μου έρχεσαι και φεύγεις

Σαν κύμα σε ακτή..

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2007

Σαν όλα να ξεκίνησαν τώρα και σαν όλα να τελειώνουν… τόση σιωπή, τόσες σκέψεις και το φως να αχνοφαίνεται.. Άραγε είναι ώρα που ανατέλλει ο ήλιος ή πήρε από ώρα να δύσει και τώρα πια χάνεται.. Μα πως γίναν όλα έτσι ένα κουβάρι μπλεγμένο και πουθενά η άκρη , και είναι που δεν μου πάει και η καρδιά να κόψω το κορδόνι να φτιάξω εγώ ξανά μια νέα αρχή, να βάλω ένα τέλος.
Σαν ένας λαβύρινθος που χάθηκε η ψυχή, και όσο και αν φοβάται το σκοτάδι μένει εκεί στο ίδιο σημείο δεν λέει να προχωρήσει. Λες και ρίζες νοητές κρατάνε τα πόδια της σε εκείνο το χώμα, και η πνοή έγινε βαριά.. αργόσυρτη.. σαν να κουράστηκε από νωρίς. Τι να κουβαλάει άραγε.. ποιο σαράκι να της τρώει τη χαρά, ποιο γκρίζο σύννεφο να την φοβίζει για καταιγίδα..


Τετάρτη 18 Ιουλίου 2007

Ιστορία ψεύτικη, φανταστική..



Είχαν τα απαραίτητα προσόντα.. στοιχεία.. θεμέλια... -όποια λέξη σε εκφράζει διάλεξε- να είναι μαζί για πάντα.. Όταν την γνώρισε, είπε ότι είναι η γυναίκα της ζωής μου. Όταν τον γνώρισε είπε, είχα καιρό να νιώσω κάτι τέτοιο.. Χημεία τρομερή, όρεξη, φρεσκάδα και νιότη όλα μαζί μέσα σε δύο τόσο όμορφα πρόσωπα. Ένα σώμα.. Ναι ένα σώμα.. το ίδιο σκεφτόταν με κείνη , την ανάσα του λάτρευε, με την φωνή του ζούσε. Παντού μαζί μέρα νύχτα όποιο και αν ήταν το πρόγραμμα, ότι και να ακολουθούσε τη μέρα πάντα μαζί..
Από το πρωί ως το άλλο ξημέρωμα η αγάπη ζούσε σε ζεστή φωλιά.. Τα ηλιοβασιλέματα δεν θρηνούσαν πια.. ήταν εκεί για μια ακόμη αγκαλιά. Και όνειρα.. όλο όνειρα έκαναν. Και εκείνος μίλαγε με τις ώρες.. την αγαπούσε της έλεγε, ξυπνούσε με την μορφή της, ζούσε με την παρουσία της, η απουσία της αβάσταχτος καημός.. "γιατί δεν είναι εδώ" "γιατί δεν στέλνει ένα μήνυμα".. Εκείνη τρισευτυχισμένη.. Σ' αγαπώ ψιθύριζε στον άνεμο, ταλαιπωρούσε τον εαυτό της για να είναι μόνο μαζί του, να μην του λείψει τίποτα, να πάρει μία αγκαλιά , λίγο από την μυρωδιά του..
Το επίκεντρο του ενδιαφέροντος οι αγκαλιές και τα φιλιά τους..
Ο κόσμος αλλάζει. Τα όνειρα τελειώνουν γρήγορα...Το συγκεκριμένο είχε ένταση, διάρκεια..
Εικοσιτέσσερις ώρες είχε η μέρα και όμως δεν ήταν αρκετές για να χορτάσει η αγάπη τους.. Και ούτε χόρτασε όμως..
Όλα πολύ δυνατά πολύ έντονα.. πολύ όμορφα αλλά και πολύ τρομαχτικά.. Εκείνη έμαθε να του λέει σ' αγαπώ να του μιλάει για την αγάπη της σαν να απαγγέλλει ποίημα.. να τον λατρεύει και να προσπαθεί να τον γεμίζει όλη την ώρα.. Εκείνος έμαθε να ζητάει κι άλλο.. για να μη σταματήσεις να με αγαπάς της είπε κάποια στιγμή.. Είχε ήδη πολλά αλλά ήθελε και άλλα.. Μπερδεύτηκε κάπου μέσα στο φόβο και στον εγωισμό. Ζήταγε όλη την ώρα, και σταμάτησε να δίνει, πίεζε και δεν ήθελε να πιέζεται.
Οι όμορφες στιγμές, δώσανε χώρο στο χάσμα επικοινωνίας.. Φωνές ,πείσματα, δάκρυα, και λίγο πριν καταρρεύσουν όλα.. αγκαλιές απελπισμένες και σ' αγαπώ στα σκοτεινά.. να κρατήσουν αυτό που είχαν..
Δεν ήθελε να ζει μακριά του ούτε λεπτό. Τον νοιαζόταν.. Από τον κόσμο χαμένη μόνο γι' αυτόν..
*
«Δεν είμαι πια ευτυχισμένη..» τόλμησε να πει κάποια στιγμή σε μια φίλη της..
*
*
Το τέλος έφτασε.. θα φτάσει .. ποιος ξέρει...
Του είπε πως ένοιωθε.. ή έφυγε ξαφνικά.. Της άρεσε η φυγή..
Εκείνος της είχε ζητήσει παλιά στα δύσκολα να μείνει εκεί να μη φύγει..
Άραγε μπορεί κάτι να ξανα φουντώσει μετά από μια απογοήτευση;;
Που να είναι τώρα εκείνη; Μόνη.. άραγε θα τα σκέφτεται όλα αυτά..
Θα τον έχει ξαναδεί από τότε;;
Εκείνος που να είναι;; Θα έχει συνεχίσει την ζωή του; Θα την θυμάται καθόλου;

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2007

Καθισμένη δίπλα στο σπίτι της, κάτω από τη σκιά του γέρο- πεύκου αφουγκράζεται. Χορταίνει από ήχους και μυρωδιές. Σχεδόν καλοκαίριασε, είναι μία από τις μέρες που η ζέστη είναι αφόρητη. Άρχισαν κιόλας τα τζιτζίκια το τραγούδι τους, αναγγέλουν το καλοκαίρι.
Ένα αδύναμο αεράκι προσπαθεί να δροσίσει την ατμόσφαιρα αλλά μάταια.. στο τέλος θα σταματήσει και αυτό.

Η ανάσα της κουρασμένη, θέλω λίγο δροσιά φωνάζει όλο της το είναι.
Καλοκαίρι, όμορφο καλοκαίρι κοντεύεις να φτάσεις σκέφτεται. Και έρχεσαι δυναμικά απ' ότι φαίνεται. Ευτυχώς που έχω και αυτόν τον μικρό παράδεισο να ξεφεύγω τα μεσημέρια μετά την δουλειά.
Τα μάτια της στράφηκαν ίσια μπροστά της, στο όμορφο σπίτι της με τα τεράστια μπαλκόνια.
Άσπρο νησιώτικο, με κήπο και λουλούδια. Με αυλή να παίζουν τα παιδιά της μελλοντικά. Με αυλή που θα χαλαρώνει μεθαύριο με τον αγαπημένο της.

Να 'ναι καλά ο πατέρας μου και η μητέρα μου μονολογεί που μόχθησαν για μένα.
Και μέσα στο δικό της βλέμα , αξεδιάλυτα μπλεγμένα τα μελιά μάτια του πατέρα της και το πράσινο βλέμμα της μητέρας της να την κοιτάζουν.
Χαμογελάει ικανοποιημένα. Πόσο τους αγαπά σκέφτεται , αν δεν υπήρχαν εκείνοι κανένα καλοκαίρι, κανένα σπίτι, καμία στιγμή δεν θα είχε αξία.

Να μόνο που το σκέφτεται νομίζει πως τους βλέπει. Όπου κι αν πάει μαζί της, τους κουβαλάει. Και είναι χαρά ψυχής να τους έχει δίπλα της. Από τώρα φαντάζεται τι θα επικρατήσει εδώ μετά από λίγες μέρες.
Θα γεμίσει ο κόσμος φωνές χαράς. Μυρωδιές από σπιτικό φαγητό..
«Μμμμ μανούλα μου» ξεφεύγουν οι λέξεις από τα χείλη της και νομίζει πως μυρίζει ήδη τις πίττες της.

Ανασαλεύει το κορμί της σαν η σκέψη της να την ταρακούνησε λιγάκι.
Και να κοιτάει προς τα κάτω , προς την θάλασσα. Τον βλέπει , είναι ο μπαμπάς της ανεβαίνει με τα σύνεργα του ψαρέματος.
Ανεβαίνει ξυπόλητος, του αρέσει να αισθάνεται την γη. Το έκανε από μικρός. Το πρόσωπό του λάμπει, τα μάτια του δύο τεράστια μελιά διαμάντια. Τεράστια όσο και να τα κοιτάει δεν τα χορταίνει. Χαμογελάει, είχε και πάλι μία καλή ψαριά φαίνεται. Θέλει να δείξει σε όλους τι έπιασε, να πει τις ιστορίες που έζησε και μετά να κάτσει στην αυλή να τα ψήσει και να καλέσει όλο τον κόσμο.

Ξάφνου βλέπει και την μητέρα της να βγαίνει από την πορτούλα της κουζίνας και να τον κοιτάει που ζυγώνει. Το χρώμα της στο πρόσωπο επανέρχεται. Είχε ανησυχήσει που άργησε. Τρέμει η ψυχή της όποτε πέφτει στη θάλασσα. Αχ βρε χλωμή μου μανούλα, που όλες οι μανούλες του κόσμου δεν φτάνουν για να σχηματίσουν το πρόσωπό σου.. Κοντούλα,καστανή με δύο πράσινα γατίσια μάτια και μια φωνή.. αχ μία φωνή καθάρια όπως και η ψυχή της, κελαριστή όπως και το νερό απ' τις πηγές στο βουνό. Λάτρευε να την ακούει να τραγουδάει. Από μωρό που την είχε, με νανουρίσματα την κοίμιζε, με τραγούδια την κανάκευε.
Πάντα με το μελαγχολικό βλέμμα, φοβόταν πάντα, φοβόταν μη τους χάσει. Τόσο πολύ τους αγαπούσε.

Και αυτό από την μητέρα της το κληρονόμησε. Και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, δάκρυα χαράς που τους έχει δίπλα της αρτιμελείς και γεμάτους ζωή και δάκρυα απελπισίας που φοβάται μην τους χάσει..
Κοιτάει προς τον ουρανό και η καρδιά της λέει:«Θεέ μου σε παρακαλώ κάνε να είναι καλά, και πρόσεχέ τους εκεί που δεν μπορώ εγώ.. »

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2007

«Αφήνεις ίχνη να σε βρω.» .. Κοίταγε το χαρτάκι μα δεν είχε την ψυχική δύναμη ούτε να το τσαλακώσει.. Τα χέρια της υγρά, κάθε τόσο προσπαθούσε να εγκλωβίσει μέσα στα δάχτυλά της τα δάκρυα. Να μην δει κανείς ότι κλαίει. Θυμός και παράπονο έβγαινε από τα μάτια της. Πήρε τα κλειδιά, μπήκε στο αμάξι και ξεχύθηκε στους δρόμους.
«Και όλα τα σ' αγαπώ που' λεγε εχθές τέθηκαν κι αυτά στην άκρη.. και άρχισε πάλι ο εγωισμός.. Πως μπόρεσε να μου το κάνει αυτό» σκεφτόταν και ήταν σαν να το φώναζε πραγματικά.. Τα λόγια αντηχούσαν στα αυτιά της και την παρέσερναν σε μια παραζάλη, τα δάκρυα δεν έλεγαν να στερέψουν.. Συνέχισε να επιταχύνει μα κοίταγε και από τον καθρέφτη και πίσω της. Τι κακό που είχε πάθει με αυτόν τον άνθρωπο να τον νοιώθει συνέχεια δίπλα της, να μην φεύγει ούτε λεπτό. «Τελείωσε» έλεγε σπαρακτικά «Θα τον χωρίσω. Τίποτα δεν εκτίμησε. Δεν με αγάπησε το είδα.. Το είδα στα μάτια του... Τελείωσε, τον έχασα για πάντα.. Δεν μπορώ να ζήσω έτσι.» Τα μάτια της από το κλάμα είχαν πρηστεί, είχαν γίνει πιο πράσινα.. δεν μπορούσε να δει καλά.

Άνοιξε το παράθυρο να αναπνεύσει λίγο καθαρό αέρα, να σκεφτεί πιο καθαρά. Ελάττωσε ταχύτητα και συνέχισε την πορεία προς το αγαπημένο της μέρος, την παραλία του Λαιμού. Ο ήλιος κόντευε να δύσει. Πάρκαρε το αμάξι όσο πιο άγαρμπα μπορούσε να κάνει κάποιος πρωτάρης οδηγός. Το τελευταίο που την απασχολούσε ήταν το αμάξι. Πήρε το κινητό και μαζί με το χαρτί χάθηκε μέσα στην τσέπη της. Έβγαλε τα παπούτσια της και ένιωσε την υγρή άμμο στα δάχτυλά της.. Συνέχισε να περπατάει δίπλα στο κύμα αφήνοντας πατημασιές στην άμμο. Περπατούσε στις άκρες των δαχτύλων για να αφήσει σημάδια έντονα. Κάθε λίγα μέτρα γυρνούσε και κοιτούσε πίσω τα σημάδια που είχε αφήσει. Όμως ερχόταν το κύμα με τη σειρά του και τα έσβηνε.. και τότε την έπαιρνε το παράπονο πιο πολύ και έκλαιγε με αναφιλητά. Σαν παιδάκι που πονούσε που χάθηκε και έλεγε: «Δεν θα με βρεί.. δεν θα με βρει..»

Ένα ανεπαίσθητο μπιπ έκανε την κοφτή ανάσα της να σταματήσει.. Μάλλον το φαντάστηκε.. Κοίταξε διστακτικά το κινητό, είχε μήνυμα.
«Μου λείπεις»


P.s. Άραγε θα την βρει;;

Παρασκευή 6 Ιουλίου 2007

Η οικογένεια μου

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Η πιο σημαντική λέξη δίπλα στην ΖΩΗ και στην ΘΡΗΣΚΕΙΑ.

Νοιώθω πολύ τυχερή που με αξίωσε ο Θεός να έχω οικογένεια.
Έχω δύο υπέροχους ανθρώπους για γονείς γεμάτους χαρίσματα
και καλή καρδιά. Έναν πατέρα πάντα χαμογελαστό, στήριγμα του
σπιτιού μας! Μία μητέρα στοργική και υπομονετική!
Μου χαρίσανε δύο ακόμη αδέρφια. Δύο διαφορετικούς χαρακτήρες
για να μην έρχεται η ανία ποτέ στην ζωή μου. Δύο κορίτσια , αίμα μου,
αιώνιες φίλες μου για να 'μαστε αχώριστες και πάντα μαζί.
Στα δύσκολα και στα εύκολα.

Σας αγαπώ πολύ!! Σας ευχαριστώ που υπάρχετε στη ζωή μου που κρατάω
το χέρι σας!! Είστε το νόημα για να ζώ... Μπαμπάκα μου, μαμάκα μου,Ιωαννάκι μου και το μικρό Κωνσταντινάκι μου!!

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2007

Μηνυματάκι

Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια ξανθιά κοπέλα. Ξεχωριστή για την εποχή της.. που ζητούσε να βρει τον έρωτα.. περιπλανόμενη σε έναν κόσμο χωρίς αξία, δίχως στοργή και δύναμη .. ζούσε μονάχα για τα ονειρά της. . όνειρα αληθινά.. πέρα για πέρα μαγικά..

Έκείνη λοιπόν σαν μια νεράιδα εγκλωβισμένη σε μια φυλακή από την απουσία των ανθρώπων.. εξακολουθούσε σαν το πιο όμορφο θλιμένο δειλινό.. να στέκεται εκεί για όλους.. αιώνιο φωτεινό φεγγάρι στις άδειες νύχτες μας.. εκεί λοιπόν στα σκοτάδια της ψυχής, θρινόμενη από τα δάκρυα της αυγής ήξερε ότι πάντα εγώ θα είμαι εκεί για κείνην .. ένας μικρός φάρος στην τρικυμία της ζωής.. εκεί να φωτίζει .. μονάχα για την νεράιδα.. να της υπενθυμίζει ότι την αγαπάω.. όλα καλά θα πάνε γλυκειά μου νεράιδα, μη φοβάσαι μαζί θα τα ξεπεράσουμε
Υ. Γ. έτσι ακριβώς μου είχε γράψει η μία αδερφούλα μου.. σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής μου.. είμαι πολύ τυχερή που την έχω κοντά μου

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2007

Στο νησί

Γυρνούσε στο νησί ατημέλητη..

Ένα σορτσάκι καφέ κι ένα φαρδύ κοντομάνικο μπλουζάκι με ξεκουμπωμένα τα δύο κουμπιά μπροστά στο λαιμό. Στα γυμνά πόδια της δετά δύο χρυσαφί σανδάλια τη συνόδευαν παντού.

Ο ήλιος καυτός αν και ήταν πολύ νωρίς ακόμα. Τίποτα δεν μπορούσε να της χαλάσει τη διάθεση. Είχε σηκωθεί πιο κεφάτη από ποτέ.. Έφαγε γρήγορα πρωινό και ξεχύθηκε στους δρόμους τα σοκάκια να σεργιανίσει, ανθρώπους παλαιούς να γνωρίσει, να τα αποτυπώσει όλα σε εικόνες.. Σκέψεις και μυρωδιές κουβαλούσε από την ώρα που ξεκίνησε να κατεβαίνει το βουνό.. γοργά γοργά με βήμα ρυθμικό.

Ο αέρας καθαρός, δροσερός δραπέτευε μέσα από τα πεύκα.

Μία ώρα αργότερα είχε φτάσει στην παραλία. Κόσμος παντού! Αν και η ζέστη κόντευε να φτάσει στο ντελίριο της ο κόσμος συνέχιζε να αυξάνεται πυρετωδώς. Όλοι ζητούσαν από λίγη δροσιά στη θάλασσα. Κοίταξε ίσια μπροστά της, όσο μπορούσε το βλέμμα της να αφεθεί στον ορίζοντα η παραλία ήταν πλημμυρισμένη στον κόσμο. Χιλιάδες χρώματα και σχήματα από ομπρέλες θαλάσσης και πετσέτες. Μάταια έψαχνε για κάποιο σημείο άδειο και σκιερό. Τα πάντα ήταν λουσμένα στον ήλιο. 

Αφέθηκε κάνα δεκάλεπτο να παρατηρεί τις κινήσεις των ανθρώπων. Είναι κάτι που μπορούσε να το κάνει με τις ώρες. Παρατηρούσε τα ζευγάρια στη θάλασσα, τις αντροπαρέες που έπαιζαν βόλεϊ ή ρακέτες στην άμμο , τις γυναίκες με τα φανταχτερά μαγιό ,τα μωρά που πλατσούριζαν στα ρηχά... Ένα μωρό τράβηξε την προσοχή της. Ένα μικρό κοριτσάκι γύρω στα δύο , με ένα κουβαδάκι στο χέρι το κόκκινο μονοκίνι του κατάφερε να της κλέψει ένα χαμόγελο. 

Έκανε μία κίνηση και έβγαλε από το μικρό τσαντάκι της την φωτογραφική μηχανή. Απαραίτητος σύντροφος στις βόλτες και στα ταξίδια της. Ένωσε με σταθερές κινήσεις τον φακό με το κύριο σώμα με πολύ μεγάλη προσοχή. Έμοιαζε με τελετουργία αν το σκεφτόταν κανείς.. Και εκείνη κάπως έτσι το έβλεπε.. η αποτύπωση ενός αισθήματος, μιας κίνησης, μίας ζωής τι άλλο θα μπορούσε να είναι στα χέρια της από κάτι ιερό, από μία ιεροτελεστία. Κοίταξε μέσα από την φωτογραφική προς τη θέση που έπαιζε εκείνο το κοριτσάκι, τράβηξε μερικές από τις πόζες που έπαιρνε καθώς έπαιζε με την άμμο. Της έστειλε ένα νοητό φιλί, άλλαξε πορεία και κατευθύνθηκε προς τα στενά σοκάκια της πόλης..

Κυριακή 10 Ιουνίου 2007

Μία φράση.. μία εικόνα .. μία ματιά..

Είναι φορές που το μυαλό ξεφεύγει από την εικόνα του τώρα, σε πάει σε διαφορετικά μονοπάτια.

Αναλύει μια φράση, μια εικόνα, μια ματιά.. την αναλύει πέρα από τα όρια..

Μία φράση:

«Φοβάμαι μην είναι πολύ καλό για να είναι αληθινό..»

«Σε σκέφτομαι συνέχεια και αρχίζω να ανησυχώ»

«κ μένα πάρα πολύ.. Σε ήθελα πολύ τώρα δίπλα μου κ στην αγκαλιά μου αλλά λείπεις.. Μόλις μπήκα σπίτι»

«Καλές μου οι νύχτες τώρα έγιναν και κάτι μου λέει πως θα συνεχίσουν να γίνονται ακόμα καλύτερες κ για πολύ καιρό ακόμα. Καλά κάνεις καρδούλα μου πήγαινε για ύπνο αλλά να με σκέφτεσαι όπως και εγώ.»

Λόγια ερωτευμένου ή απλά ενθουσιασμένου..; δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι βγαίνουν από την καρδιά.. από τα χείλη ενός ανθρώπου που θέλει να τα εκφράσει.
Απίστευτα αποθέματα σκέψεων, ευτυχίας, συλλογισμού που θέλει να τα αφήσει στα χέρια σου..
Πόσο γλυκός μπορεί να είναι ένας άνθρωπος; Πόση ανάγκη για αγάπη μπορεί να κρύψει κανείς μέσα του; Και πάλι πως μπορεί να την ξεδιπλώσει μέσα σε μια στιγμή;

Λόγια... λόγια... λόγια... πόσα λόγια θέλω να σου πω.. Πόσα ευχαριστώ μόνο για αυτές τις λέξεις που λαμβάνω. Και ας μην ξέρω αν τα πιστεύεις και τι μου επιφυλλάσει η τύχη.
Πως μπορείς να μου λες, λόγια που έχω σκεφτεί, που έχω τολμήσει να λαχταρήσω.. Μήπως κρυφάκουγες τότε που παρακαλούσα το φεγγάρι;;
Ωω ναι είμαι δειλη, δειλή στον έρωτα και στην αγάπη. Αιώνια κλεισμένη στη μοναξιά μου.. Ακούω λέξεις , λόγια αγάπης που κάποτε ανέβαινα δρόμους ατελείωτους , ανηφορικούς για να τα βρω. Μα δεν τα βρήκα. Και ήρθες εσύ από το πουθενά, σε μια στιγμή όπου είχα δεχτεί το «μόνη για μένα»,«μόνη για το καλό μου» και τα άφησες απλώχερα κοντά μου. Στα χέρια μου επάνω να λάμπουν σαν τα αστέρια..

Με μιας έψαξα να βρω την καρδιά μου, φοβήθηκα μήπως μου την είχες κλέψει και είχες βρει τα μυστικά μου. Όμως ήταν στη θέση της.. Τότε πως;; Και γιατί σε μένα;;
Αφού τώρα με γνωρίζεις.. δεν με ξέρεις..

(Σου αρέσει λες αυτό που βλέπεις στα μάτια μου όταν σε κοιταζω..)

Τι βλέπεις ψυχή μου; Προσπαθώ με κόπο να κρύψω κάθε πόνο, κάθε φόβο κάθε άγχος. Τι το ξεχωριστό βλέπεις εκει; Κι όλα αυτά Θείο Δώρο στα χέρια μου. Κοιτώ ψηλά και Τον ευχαριστώ, δεν θα μπορούσα ποτέ να τα ζητήσω.. να τολμήσω.

Μια εικόνα:

Ένα πρόσωπο μέσα σε ένα μικρό αυτοκίνητο.. μουτρωμένο.
Γκρινιάζει γιατί δεν έκατσα 24 ώρες το εικοσιτετράωρο μαζί του. Θέλω να γελάσω από χαρά μόνο και μόνο που τ' ακούω. Δυο μάτια γαλάζια, τα πιο όμορφα του κόσμου- στο ορκίζομαι - κάτι μου είπανε και μετά με κοιτάγανε με φόβο, με άγχος.. «Νομίζω ότι σ' αγαπώ..»
Περιμένουν μία κίνηση, μία αντίδραση..

Ευτυχία .. έτσι λέγεται μάλλον αυτό που πλανάται στον αέρα.
Ποτέ δε θα ξεχάσω..

Ένα βλέμμα:

Κοιμόμουνα... Μες το σκοτάδι με ξύπνησε με ένα φιλί, με κοίταξε στα μάτια «Θέλω να είσαι ευτυχισμένη μαζί μου» είπε. Μα είμαι ,λέει η ψυχή μου και όσο και να το κρύψω αυτό φαίνεται. Τι μπορώ να σου δώσω εγώ; Πως μπορώ να στο ξεπληρώσω;; μου γέμισες τη ζωή! Εσύ είσαι η ζωή. Είσαι κοντά μου την ώρα που θα ανοίξω τα μάτια μου, μέσα στα μάτια μου, μαζί και όταν θα τα κλείσω. Σε γνωρίζει και ο Μορφέας μου, μαζί ταξιδεύουμε στα νερά του..

Οι σειρήνες για σένα μου τραγουδούν

όμως δεν μπορούν να με μαγέψουν


όσο και αν προσπαθούν..

Είμαι από μόνη μου δοσμένη,

αφημένη στην πλανεύτρα ματιά σου.

Χίλια τραγούδια να μου πουν, να μεγαλώσουν

αυτό που νοιώθω δεν μπορούν.

Τις χαιρετώ με ένα φιλί γλυκό και τις αφήνω εκεί βαθιά κρυμμένες να με περιμένουν για την επόμενη φορά..Καθώς απομακρύνομαι από τον κόσμο του ονείρου το μυαλό μου χαιδεύει ακόμα το τραγούδι τους. Καθώς ανοίγω τα μάτια μου η εικόνα σου με συντροφεύει ..και ας μην είσαι εδώ. Θα 'θελα να μουν ραψωδός σε κάποια άλλη εποχή, στις αυλές των ανακτόρων να γυρνώ και να απαγγέλω μονάχα για τον ερωτά σου

Ιούνιος 2007






Παρασκευή 8 Ιουνίου 2007

Στο πιο γλυκό μωράκι του κόσμου..


…Σε αγάπησα προτού σε γνωρίσω, μωρό μου.
Το πρόσωπό σου τριγυρνούσε στην σκέψη μου, στα όνειρά μου.
Ήσουν το ιδανικό μου άλλο μισό, κι ας είχα πάψει
από καιρό να πιστεύω σε ιδανικά.
Μετά από το πρώτο ραντεβού μας ήμουνα σίγουρη
ότι οι πορείες μας θα συνέκλιναν,
ήμουνα σίγουρη ότι κάποια μυστική συνωμοσία μας είχε φέρει κοντά...
και συνεχίζουμε..

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2007

Μέσα σε σένα..

Μέσα σε σένα χάνω τον εαυτό μου.
Χωρίς εσένα τον βρίσκω
και θέλω να χαθώ ξανά!

Σάββατο 2 Ιουνίου 2007

Η μικρή Άννα..

Οι φιγούρες που σχημάτιζαν τα σύννεφα έφυγαν μακριά.
Το φως ξεχύθηκε και ζωήρεψαν τα χρώματα τριγύρω.. Το βλέμμα της τράβηξε το παιχνίδι της μικρής Άννας, που έτρεχε τριγύρω από τα δέντρα και γέλαγε δυνατά. Κάθε τόσο έσκυβε, έκοβε μικρά λουλουδάκια, κοιτώντας προς το μέρος της έλεγε: «Νονά έλα ζζω.. (έλα εδώ). Τι 'ναι ατό;;» Προχωρούσε σταθερά προς το μέρος της μικρής, ξάφνου την άρπαζε αγκαλιά και την σήκωνε ψηλά στον αέρα.. μέχρι που ξαναέπεφτε στην αγκαλιά της και έκρυβε τα χείλη της μέσα στο μικρό λαιμουδάκι..

Τι χαρά ήταν αυτή.. Και μόνο που άκουγε αυτή τη φωνούλα έλιωνε κάθε λογισμός κάθε ανησυχία. Πλημμύριζε ευτυχία η καρδιά της. Θυμόταν τότε που πρωτοάρχισε να μιλάει η Άννα και την παρακαλούσε με τις ώρες να πει την λέξη "Νονά".. και να τώρα που αυτή η λέξη ακούγεται συνέχεια σαν ήχος μελωδικός.. σαν τραγούδι.. Μακάρι να μπορούσε να κρατήσει αυτή την ευτυχία ανεξήτιλη στο χρόνο.. αυτή την μωρουδιακή μυρωδιά για πάντα κοντά της.. αυτή την φωνούλα απαρράλαχτη μέσα της.. Να χορτάσει η ψυχή της από το μωρό.. και το μωρό από το παιχνίδι με τη νονά του!!

Πέμπτη 31 Μαΐου 2007

Ήλιος

Ο χρόνος ξεγλιστρά και ο ήλιος κάνει παιχνίδια. Τα μάτια μου θολώνουν από φως διάχυτο τριγύρω.. Μεσημέριασε, ο ήλιος στην καλύτερη ώρα της ζωής του, τόσο δυνατός τόσο έντονος.

Καθισμένη , λουσμένη από φως.

Περιμένω.. σκέφτομαι..
Τα χέρια τεντωμένα, δείχνουν προς την θάλασσα.
Λουσμένα από φως, ξέχωρα το ένα από το άλλο.. Οι ακτίνες χωρισμένες πάνω σε δύο επιφάνειες , δοσμένες εξίσου ίδια.. Δυο ζωές, η παλιά και η καινούργια Ινώ. Το παρελθόν και το μέλλον.

Ποιο να ξεχάσω , ποιο να αρχίσω..
Νοιώθω τύψεις, λησμονιά για το παρελθόν, χαρά και φόβο για το μέλλον.
Διάλεξα να τα σκεφτώ ώρα μεσημεριανή.
Ώρα αγαπημένη.

Όσο μπορώ να μην σκιάζω τις σκέψεις μου..
Ο έρωτας έχει ρεπό απόψε. Ήθελα να σκεφτώ να αναλύσω λίγο και πάλι το Εγώ μου.
Όλα καλά πάνε ως τώρα, μα και πάλι φοβάμαι. Προσπαθώ να είμαι συνεσταλμένη..
Τόσο πολύ..
Που τυχαίνει πολλές φορές να μην το ζω..

Πόσο πολύ σκέφτομαι την παλιά Ινώ. Σαν τον ήλιο ήτανε τον μεσημεριανό.. έπεφτε κάθετα εκεί που ήθελε. Χωρίς περιορισμούς. Ζημιές προκαλούσε και απώλειες είχε, αλλά ήταν όλα τόσο έντονα , συγκλονιστικά
Ζεστά όπως το φως στα ακροδάχτυλά μου.

Πόσο θέλω να σε αγγίζω, να χαθώ..
πόσο πολύ πάλι φοβάμαι μην πληγωθώ.

Τετάρτη 30 Μαΐου 2007

Λουκουμάκι..

Πρωινό ξύπνημα για δουλειά
Είμαι σχεδόν άϋπνη 3 ολόκληρες μέρες.
Ο λόγος.. από τους καλύτερους!

Ετοιμάζω ένα καφέ στα γρήγορα για να ανταπεξέλθω.
Μέσα στο ντουλάπι βρήκα ένα μικρό κουτάκι με λουκουμάκια..
Κάθομαι .. τα περιεργάζομαι..
διαλέγω ένα με χρώμα ροζ με πολλή ζάχαρη άχνη.
Γεύση τριαντάφυλλο, να μου γλυκάνει πιο πολύ την μέρα.
Ακολουθεί την ίδια πορεία και το δεύτερο και το τρίτο λουκουμάκι
Έχω γεμίσει ολόκληρη ζάχαρη άχνη και χαμογελάω..

Θυμήθηκα την γιαγιά μου.
Όποτε πηγαίναμε με τους γονείς μου να την δούμε
ξέφευγα από τα χέρια τους και έτρεχα γρήγορα να κατέβω τις σκάλες να μπω στο μικρό υπογειάκι να την δω , να πέσω στην αγκαλιά της.

Μου φαίνεται ότι την βλέπω.
Όμορφη, ψιλή, χοντρούλα με γυαλάκια και μια τεράστια αγκαλιά.
Έτρεχα με δύναμη και έπεφτα στα πόδια της και εγώ και η αδερφή μου.
Και με χαρακτηριστική φωνή γιαγιούλας έλεγε: «αχ ήρθαν τα παιδάκια μου..»
Νομίζω ότι μυρίζω την μυρωδιά της ναφθαλίνης που είχε το δωμάτιο και το άρωμα από το λιβάνι κάτω από τις εικόνες..
Πάντα είχε φυλαγμένα παιχνιδάκια από μπουμπουνιέρες να μας δώσει και ένα κουτάκι με λουκουμάκια και γλυκό βανίλια.

Μέχρι και τα τελευταία χρόνια της ζωής της στο δωματιάκι είχε πάντα λουκουμάκια να τρατάρει τον κόσμο που θα ερχόταν. Και όταν ήμουν πια σε θέση να πηγαίνω μόνη μου να την βλέπω, με έπαιρνε τηλέφωνο να μου θυμίσει ότι μου είχε κρατήσει φανουρόπιτα και λουκουμάκια.. και ότι με περιμένει..

Γιαγιούλα μου γλυκειά, καιρό έχω να έρθω να σου ανάψω το καντηλάκι.. Και ήρθες πάλι να μου το θυμίσεις μόνη σου!

Τρίτη 29 Μαΐου 2007

Η ζωή συνεχίζει το δικό της δρόμο .. 1.

Οι μέρες προχώραγαν γοργά. Η μία διαδέχοταν την άλλη αναγκαία σαν την ανάσα που έβγαινε από το στήθος της. Βυθισμένη μέσα στα έγγραφα δεν άφηνε στον εαυτό της περιθώρια για σκέψεις πικρές. Για σκέψεις ανείπωτες.. Σκέψεις για κείνον. Είχε βρει λέει και ένα τρόπο να χαμογελάει και περηφανευόταν πως έτσι θα έλυνε τα προβληματά της. Όνειρο είχε φτιάξει ένα.. το δικό της όνειρο με πρόσωπα αληθινά αλλά και φανταστικά συνδυασμένα και μπλεγμένα σε ένα τεράστιο κουβάρι. Θα τα άρχιζε όλα από την αρχή έτσι είχε σκεφτεί. Θα δημιουργούσε και τον συντροφό της έτσι όπως τον είχε φανταστεί, με μάτια όλο φως και μια αγκαλιά. Μαζί θα ζούσανε στο όνειρο, ζευγάρι ταιριαστό. Και όσο πιο πολύ θα τον ήθελε, θα τον καλούσε και στην πραγματικότητα. Η Ζένια , κοπέλα όμορφη, εκδηλωτική. Χείμαρρος η ζωή της και στις χαρές και στις λύπες. Αν έμπλεκες στο διάβα της , σε παρέσερνε μαζί της και το μόνο φρόνιμο που είχες να κάνεις ήταν να αφεθείς, να το ζήσεις. Στα 24 χρόνια της ηλικίας της είχε ξεχάσει να διαχωρίσει αν ήταν γυναίκα ή είχε παραμείνει παιδί. Αισθησιακή, ψιλή, καλόλιγνη στο πέρασμα της έκανε τα αντρικά βλέμματα να κολλάνε πάνω της, μυριάδες πόθοι να τις προσφέρουν στα πόδια της μυστικά βαθιά, βγαλμένα από σκοτεινά σημεία του μυαλού, ψίθυροι να χαϊδεύουν τα αφτιά της, το λαιμό , το κορμί της. Το ένοιωθε, το έβλεπε στα λάγνα βλέμματα των αντρών που συναντούσε, πως στα χέρια της αφήνανε περίσσια δύναμη. Και πως αν ήθελε μπορούσε να έχει τα πάντα. Ότι θα ήθελε κάθε γυναίκα. Όμως τα περιφρονούσε. Είχε χαθεί κάπου εκεί στα παιδικά τα χρόνια, στα παραμύθια του παππού και της γιαγιάς. Σε εκείνα που μιλάγανε για πρίγκηπες και πριγκηποπούλες, για παλάτια και αγώνες για την καρδιά κάποιας δεσποσύνης.. Θυμόταν καλά την γιαγιά της που της έλεγε πως για όλους τους ανθρώπους κάπου εκεί πέρα έξω υπάρχει ένα ταίρι. Ένα ταίρι για μένα γιαγιά, φώναζε τότε η μικρούλα και τέντωνε τα χεράκια της ψηλά και γύριζε γύρω γύρω από το δωμάτιο δοκιμάζοντας να πιάσει το ταίρι της που θα 'ρχοταν από τον ουρανό. Τα χρόνια πέρναγαν και η Ζένια μεγάλωνε με τις αδερφές της και κάθε φορά που ερωτευόταν πίστευε πως είχε βρει το ταίρι της. Και όταν τα πράγματα πηγαίνανε στραβά, έκανε πως δεν τα έβλεπε. Και όταν ένοιωθε πως δεν ταίριαζε με το αγόρι της προσπαθούσε να αλλάξει στα ξένα μέτρα και σταθμά. Έπρεπε να ταιριάζει με το "ταίρι" της πάση θυσία. Μα η κάθε σχέση είναι ένα ταξίδι ανάμεσα σε δυο ανθρώπους. Ένα ταξίδι που δεν έχει σημασία ο προορισμός αλλά η διαδρομή. Μόνο που εκείνη είχε ριζώσει στα μάτια και στην καρδιά της την φράση «και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα..»

Κυριακή 27 Μαΐου 2007

Άνοιξη..

Γράφω γράφω και τελειωμό δεν έχω.. σαν τον κήπο μου όλη την ώρα ανθίζει κάτι.. Άνοιξη μπήκες και οι "κάλλες" μου γέμισαν με κρίνους λευκούς. Σκέφτομαι το καινούργιο σπίτι που θα χτίσουμε.. τώρα μπήκε στα σκαριά.. Το ονειρεύομαι με τα μάτια ανοιχτά.

Όλο φως όλο παράθυρα Θεέ μου και μπαλκόνια.. Να έχει χώρο να μπαίνει ουρανός και θάλασσα.. Και αυτό στο χρώμα το λευκό, νησί θυμίζει, νησί να γίνει και η καρδιά μου..

και κάτω από το μπαλκονάκι του δωματίου μου ένα πρεβάζι στον κήπο με "κάλλες".. κάντε κουράγιο γλυκές μου, υπομονή στις γλάστρες,
σε λίγους μήνες θα είμαστε στο σπίτι μας, θα σας λέω "καλημέρα" και θα μυρίζουμε μαζί την θάλασσα..

Σάββατο 26 Μαΐου 2007

Αλλαγή Πορείας..


Κ να μαι τώρα στο πλοίο να ταξιδεύω για την Α..... .
Πόσο καιρό είχα να το κάνω.. κ να μαι τώρα μόνη αλλά πιο ώριμη από ποτέ.. ως τώρα.
Τι κάνω; Σπάω το κατεστημένο, χαράζω πορεία και κάνω ότι μου κάνει κέφι.
Νοιώθω ζωντανή, γεμάτη όρεξη, μαγνητίζω κόσμο..
Μαγνήτισα και κέρδισα έναν άνθρωπο ήδη αλλά αυτό το ταξίδι είχε και επιστροφή.
Εύχομαι να ξαναμαγνητίσω.
Μυρίζω την ευτυχία, κάπου εδώ κοντά πρέπει να είναι..

Κυριακή 20 Μαΐου 2007

Σάββατο ήτανε.. πέρασε

Ήτανε ένα επεισοδιακό Σάββατο.. Έπρεπε για δεύτερη συνεχόμενη μέρα να είμαι κοντά σε μία κολλητούλα.. τράβαγε μεγάλο ζόρι εδώ και μια βδόμάδα λόγω σχέσης και άρχισε να αχνοφαίνεται το τέλος αυτής της συμβίωσης.. Έφτανε ξαφνικά αυτο το όμορφο ταξίδι στο τέλος του..

Όσοι έχουνε σχέση γνωρίζουν τι αγώνες δίνουν καθημερινά για να την κρατήσουν ζωντανή, θερμή και ευχάριστη.. Όσοι είναι μόνοι τους ξέρουν τι σημαίνει ένας χωρισμός.. ξέρουν πως πονάει.. και πως δεν ξεπερνιέται εύκολα..
Εγώ βρίσκομαι στην δεύτερη κατηγορία μάλλον γι' αυτό δεν ήθελα να περάσει το ίδιο και το κολλητάκι μου.. Ήταν (λέω ήταν γιατί δυστυχώς τελείωσε) μία σχέση από τις πιο όμορφες.. από τις πιο ζωντανές.. και δίπλα τους όλοι εμείς οι υπόλοιποι είχαμε γίνει μια τεράστια παρέα.

Δεν θα σταθώ τόσο πολύ σε αυτό.. γιατί ακόμα είναι νωρίς για εικασίες.. Ο χρόνος θα δείξει αν θα ξανα είναι μαζί. Μόνο να.. το μόνο που ήταν τραγικό σε όλο αυτό .. είναι το να ξέρεις ότι ο άνθρωπος που αγαπάς ξαφνικά θέλει να φύγει.. για τους δικούς του λόγους.. για τα δικά του προβλήματα.. ή "θέλω".. και να ξέρεις ότι αυτό ίσως και να ναι το τελευταίο βράδυ που περνάτε μαζί.. Δεν υπάρχει πιο επώδυνο σκαλοπάτι από αυτό.. να πρέπει να το παίξεις άνετη στους άλλους, ότι δεν συμβαίνει τίποτα, και σε εκείνον το ίδιο, αλλά μοναχούλα να είσαι στην ουσία.. και σε δυο μήνες θα κλείνατε 4 χρόνια.. μια σχέση όχι του ενός μήνα αλλά σταθερή, σχέση που πέρασε πολλά, που ξέρεις τον άλλον απ' έξω και ανακατωτά, που έχεις μάθει να κοιμάσαι στην αγκαλιά του. Πως θα κοιμηθεί από δω και πέρα μοναχούλα;..

Θυμάμαι πριν 2 βδομάδες κάνοντας την καθιερωμένη βόλτα μετά το μάθημα του χορού, να σχεδιάζει που θα πάνε διακοπές.. Να σχεδιάζουμε το υπόλοιπο καλοκαίρι -χωρίς άδεια- στην Αττική πως θα περάσει. Όλα ήταν ήσυχα ούτε που φαινότανε κάτι το ανησυχητικό.. Και όμως ξαφνικά όλα αλλάζουν.. μέχρι να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου δεν ξέρεις τι πρόκειται να συμβεί..

Δεν ξέρω αν η κολλητούλα μου είναι πιο δυνατή ή πιο αδύναμη από μένα.. Ούτε μπορώ να την κάνω να μην πονάει, ή να μην της λείπει .. Εύχομαι μονάχα όλα όπως γίνανε να γίνανε για καλό. Και η ειρωνία της τύχης πέφτει πάλι σε διάφορα μικρά κομματάκια που άρχισαν να ομορφαίνουν και την δική μου ζωή.. Πίστευα ότι αν είσαι κοντά σε μια ευτυχία σίγουρα θα σε διαδεχθεί και σένα μία άλλη.. Από την δική μου μικρή ευτυχία είδα μόνο για λίγο την όψη της.. μόνο που πρέπει να την αφήσω τώρα στην άκρη.. Φιλάκια.. Εύχομαι όλα να είναι για καλό..

Σάββατο 19 Μαΐου 2007

Σκέψεις κάνω..

Η Β. τα βρήκε με τον Π., και μετά από τόσο καιρό δυστυχίας και προβλημάτων.. πιστεύει ότι αυτή τη φορά όλα θα πάνε καλά..

Μακάρι της το εύχομαι όμως εδώ είναι το σημείο που πρέπει να αναρωτηθώ:
Έπρεπε να περάσει τόσα για να πάρει μια βδομάδα χαράς πίσω;

Κι όλα όσα πέρασε γι' αυτόν και που της έκανε ο ίδιος, τα ξέχασε όλα;
Τα 'κρυψε βαθιά στην καρδιά της; Και τι;
Μπορεί να συνεχίσει να είναι ερωτευμένη μαζί του και να μη σκέφτεται τα άσχημα;
Πάσχιζε τόσο καιρό να καταφέρει τι;; Κάτι που την πληγώνει; Κάτι που για να το κερδίσει έπρεπε να την μειώσει τόσο πολύ;;
Και τώρα τι;; Τώρα που είναι δικό της μπορεί να νοιώσει ικανοποιημένη;
Δεν θα μπορούσα να ξεχάσω.. άποψή μου.. έτσι απλά;; απλά επειδή γύρισε;; Και να βάλω το φόντο της ευτυχίας;; Γιατί είμαι ευτυχισμένη;;
Μήπως είμαι εγώ λάθος..
Ποιος ξέρει..

Τα αγαθά με κόπο τα αποκτάμε λέει ένα ρητό.. και για να αποκτήσουμε κάτι πρέπει να ρημάζουμε την ψυχή μας ρωτάω εγώ;
Δεν γίνεται να έχουμε κάτι χωρίς τόσες πικρές θυσίες , χωρίς κατακρεούργημα ψυχής;

Παρασκευή 18 Μαΐου 2007

Όλα γίνανε ξαφνικά.. και η μπόρα..

Και όλα αλλάζουν ξαφνικά..
Φαίνεται το καλοκαίρι επιδρά καταλυτικά.
Ξαφνικά γίναμε το επίκεντρο της προσοχής
Θέμα συζήτησης: κάτι κοινό για μας τους δυο.. Μία Αξία. Μία Αδυναμία..


Εγώ είχα πιει ήδη δυο ποτήρια κρασί..Λίγο αργότερα ήρθε και το τρίτο.
Συζήταγα τελείως ουδέτερα! Μετά από τόσα "στραπάτσα" έχω μάθει να κρατάω
αποστάσεις..
Να φυλάγομαι..
Η ώρα είχε πάει 2 και..
Έπρεπε να φύγω.

Πήγα να πληρώσω. Ήταν όλα πληρωμένα.
Χωρίς λόγο..
Χωρίς να του αφήσω κάτι.. κάτι να εννοηθεί..
Σου είπα ήμουνα ουδέτερη.
Και έφυγα.

Στο δρόμο με διαδέχτηκε μια αναπάντεχη μπόρα χωρίς σταματημό.
Γύρισα .. Άλλαξα.. Και έπεσα γρήγορα στο κρεβάτι μου.
Κοιμήθηκα με συντροφιά ένα χαμόγελο
Σκεπτόμενη δυο γαλάζια σαν τον ουρανό μάτια..

Πέμπτη 17 Μαΐου 2007

Θα...

Θα με δεις ξαφνικά με τις φίλες μου σ' ένα καφέ , σε μια βόλτα και ξαφνικά η καρδιά σου θα σκιρτήσει. Θα με γνωρίσεις και θα γίνουμε ζευγάρι.

Θα πηγαίνουμε για καφέ, θα μου λες λόγια γλυκά και 'γω θα κοκκινίζω, θα ντρέπομαι, θα σου δείχνω πόσο ευτυχισμένη είμαι, θα χάνομαι μες την αγκαλιά σου. Κι εσύ θα μου μιλάς, θα λες χίλια πράγματα, για το αμάξι , για τη μηχανή, για τη δουλειά σου, για τα σχέδια του καλοκαιριού ή του χειμώνα. Και εγώ θα σε κοιτάω, δεν θα χορταίνω να σε βλέπω, να σε ακούω, να σε αισθάνομαι δίπλα μου. Και μάτια δεν θα 'χω για άλλον παραμόνο για σένα.

Και πριν φύγουμε στο τραπέζι δυο ποτήρια με καφέ το ένα άδειο.. το άλλο γεμάτο. Θα με κοιτάς θα μου χαμογελάς, μα σου είπα, έχω μυαλό μόνο για σένα, δεν με νοιάζει αν είναι μέρα ή νύχτα, χειμώνας ή καλοκαίρι , αν είμαστε εδώ ή κάπου αλλού. Θα παίρνεις το ποτήρι το γεμάτο και θα αδειάζεις το μισό στο άδειο. Μισό και μισό θα μου λες.. Θα μου δίνεις το χέρι σου να κρατάω και θα φεύγουμε.

Θα κάνουμε βόλτες ατελείωτες, μακρινές με το αμάξι ή πάνω στη μηχανή και τα κορμιά μας θα είναι ένα, θα σε κρατάω αγκαλιά να μη σε χάσω, μία σκιά θα δείχνει ο δρόμος. Θα είμαστε ένα.. Σε βουνό ή θάλασσα με ήλιο ή ξαστεριά. Και εγώ θα γκρινιάζω δήθεν πιάστηκα, νάζια θα κάνω, μία ακόμη φορά να με προσέξεις και εσύ θα γελάς, θα μου χαϊδεύεις τα μαλλιά ,θα με τραβάς να προχωρήσουμε με τα πόδια.

Θα καθόμαστε αγκαλιά, θα στρώνεις στην άμμο το μπουφάν σου για να μην λερωθώ. Θα κάθεσαι πρώτος και θα ανοίγεις την αγκαλιά σου να χωθώ μέσα εκεί και θα 'μαστε ένα.
Εγώ θα φιλώ τα χέρια σου που με τυλίγουν και εσύ θα μυρίζεις τα μαλλιά μου. Θα με φιλάς γλυκά πίσω από το αφτί. Και θα φιλιόμαστε για ώρες μέχρι που η υγρασία θα διαπερνά το μπουφάν και θα βρέχουμε τα ρούχα μας. Θα σηκώνομαι και θα σου δείχνω πειραχτικά πως κατάντησα και θα σηκώνεσαι γελώντας και θα φιλιόμαστε για ώρες.

Ταξίδι θα πηγαίνουμε σε θάλασσα. Και πάνω στη μηχανή θα μου λες σήκω όρθια. Και θα νοιώθω ένα με τον άνεμο και θα ξανακάθομαι θα σ' αγκαλιάζω σφιχτά και θα σ' αγαπώ, θα σ' αγαπώ, θα σ' αγαπώ.

Ταινίες θα βλέπουμε αγκαλιά που και που ανάσες θα παίρνω πιο βαθιές έτσι για να σε σκουντήξω λίγο να ανησυχήσεις και θα με σφίγγεις πιο σφιχτά στην αγκαλιά σου, θα με σκεπάζεις θα με κρατάς πιο δυνατά για να μη με χάσεις. Θα κρατάς το χέρι μου που και που θα το φέρνεις κοντά στα χείλη σου και θα το φιλάς. Και όταν θα σε κρατάω εγώ αγκαλιά θα μυρίζω τα μαλλιά σου, τα ρούχα σου , το κορμάκι σου και θα χαμογελάω σαν χαζή χωρίς λόγο, δεν θα παρακολουθώ ούτε δευτερόλεπτο από την ταινία γιατί θα σκέφτομαι μονάχα εσένα. Και εσύ θα μου εξηγείς , θα μου μιλάς για το πόσο σπουδαίος ηθοποιός είναι ο Al Patsino και πως το "άρωμα γυναίκας" είναι από τις καλύτερες ταινίες του και εκείνο το τανγκο.. Αχ πόσο θα 'θελες να χορέψεις ένα τανγκό.. και θα σου λέω πως εγώ θα σου μάθω να χορεύεις. Και θα με κοιτάς και τα μάτια σου θα γυαλίζουν από χαρά. Εγώ θα σου μάθω.. γιατί εσύ με έμαθες να αγαπώ.


Στιγμές έζησα.. και άλλες τέτοιες θέλω να ζήσω..

Αυτό μου λείπει γι' αυτό γκρινιάζω.. εκείνος μου λείπει..
Ας είναι όπου..
Ας είναι όπως..
[ Συνεχίζεται]

Τετάρτη 9 Μαΐου 2007

κοντά σε θάλασσα..

Ξεκινήσαμε ...
Διάθεση ανεβασμένη
Φτάσαμε..
Όμορφιά παντού..

Θάλασσα..

Ήλιος ...

δεν μπορούσαν τα μάτια να χορτάσουν την εικόνα

Άνοιξη...

Λουλούδια.. Χρώματα.. Μυρωδιές..

Επιστροφή το δειλινό...

Επιστροφή στην πόλη..

Ακόμα έχω τη γεύση από αλμύρα..

Υπομονή το καλοκαίρι έρχεται...

Δευτέρα 7 Μαΐου 2007

Η ζωή συνεχίζει το δικό της δρόμο

Και έτσι απλά σαν αποτέλεσμα μετά από τόσες βδομάδες προσμονής.

Και περιμένωντας μια λέξη, μια ακόμα ένδειξη από μέσα , από το Εγώ της.
Ήρθε η ώρα που άνοιξε τα μάτια της και είπε, «είμαι καλά..».
Σηκώθηκε όρθια, μέτρησε τις απώλειες και κοίταξε καλά το τώρα.

Πήρε την ανάσα της υπομονής και του κουράγιου και κίνησε να διορθώσει,
κίνησε να προλάβει όσα άφησε να φύγουν..

Βγήκε έξω.

Κοίταξε ψηλά τον ουρανό.

Πο, πο τι ήλιος είναι αυτός σήμερα, σκέφτηκε, πλημμυρίζει ζωή.

«Δωσ' μου ήλιε λίγη ζωή και μένα» είπε ψιθυριστά, «Γιατί την δική μου την άφησα να μαραζώσει», λόγια πικρά τελείωσαν την φράση της.

Κοίταξε το αμαξάκι της.. φρεσκοπλυμμένο..
Ή κάνουμε μία αρχή ή δεν κάνουμε, χαμογέλασε.
Μπήκε, χάιδεψε το τιμόνι του, έβαλε μουσικούλα και ξεκίνησε.

Έφτασε στο γραφείο πιο νωρίς από ποτέ. Η πρόοδος ήταν αισθητή.
Άνοιξε τα παράθυρα να μπει ο φίλος της ο ήλιος μέσα.
Έφτιαξε τον γαλλικό της.. ελαφρύς και γλυκός..
και ρίχτηκε με ένα χαμόγελο στη δουλειά..