Τετάρτη 14 Μαΐου 2008

Εύα.. (επίλογος..)

Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου

Κι έτρεμε τρεις φορές το μοβ τρεις μέρες πάνω από τους καταρράχτες

*

*

Σε μια λεκάνη με νερό ριγμένα δεκάδες τριαντάφυλλα, γεράνια, καμπανούλες, γιασεμιά. Όλα πάρθηκαν στην αγκαλιά της Ζένιας κι από κει καταλήξανε μέσα στην κόκκινη λεκάνη να επιπλέουνε!

Στην άνοιξη θυσία υδάτινη έκανε η μικρή Ζένια και κάθε τόσο έβαζε το χεράκι της και τα ανακάτευε.. Κυματάκια έφτιαχνε και έκανε τα λουλούδια βαρκούλες παίρνοντας τη σκέψη της μακριά.

Δεν μιλούσε δεν παραπονιόταν, μόνο ήτανε μουτρωμένη. Ήταν σίγουρο πλέον πως η Ελένη την είχε βάλει τιμωρία την μικρή γι’ αυτό δεν μιλούσε, και δεν είχε πάει σχολείο αλλά και ούτε είχε έρθει το προηγούμενο απόγευμα να παίξει με την Εύα.

Και η Εύα σαν μεγάλη κυρία πια, κατάλαβε γρήγορα ότι η φίλη της είχε κάποιο πρόβλημα και ήταν στεναχωρημένη, βάλθηκε να την κάνει να παίξουνε μαζί.. Έκοψε όλα τα λουλούδια της γιαγιάς της Ζένιας και τα άπλωσε δίπλα στη λεκάνη κάνοντας όνειρα μαζί τους που τα μοιραζόταν με την φίλη της. Ποιο από όλα θα κάνανε άρωμα, ποιο θα το πουλούσανε και ποιο θα κρατούσανε για κείνες..

*

* Η ώρα έντεκα ακριβώς και το προσωπάκι της Ζένιας έχει φωτίσει, έχει ξεχάσει την τιμωρία και τα παράπονα και παίζει αφηρημένη με την Εύα. Η Εύα είναι ευχαριστημένη που ξαναβρήκε την φίλη της , κατευθύνει τους κανόνες του παιχνιδιού εκείνη διαλέγει τα λουλούδια και η Ζένια με το χεράκι της τα ανακατεύει, ταξιδεύει μαζί τους.

Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές

Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος

Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός 

 Πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

*

Η Ειρήνη έχοντας δει και ακούσει αρκετά, ξεχνά για ποιο λόγο έχει φτάσει εκεί και κάθεται και τις χαζεύει τις μικρές. Πως πέρασε ο καιρός και πως ήταν παλιά τα πράγματα και πως είναι τώρα.

Κάποτε σε κάποια λεκάνη με νερό έπαιζε εκείνη με την φίλη της την Ελένη! Τελικά τα όνειρα των παιδιών ανεμώνες γεννιούνται στον άνεμο .. Με ένα φύσημα ταξιδεύουν και σε παίρνουν μαζί τους.. Τα όνειρα των παιδιών είναι τα πιο δυνατά από όλα!

Χτίζουν αποστάσεις στο λεπτό, ειλικρινά συναισθήματα που γεμίζουν άδειες καρδιές και σβήνουνε μίση. Θυμήθηκε την μπάλα σε σχήμα πασχαλίτσας που είχε η Ελένη και που η ίδια την εκβίαζε όποτε η Ελένη φοβόταν να την ακολουθήσει στα όνειρα, και χαμογέλασε!!

Ένιωσε ένα χέρι να την αγκαλιάζει στους ώμους , γύρισε ξαφνικά και ήταν εκεί η Ελένη, πιο μεγάλη κατά πολύ από την ανάμνηση της αλλά με το ίδιο χαμόγελο!!

«Έλα» ,της είπε, «πάμε μέσα έχω ψήσει καφέ!!!»

Πάντα μαζί


(Οι στίχοι από το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη το μονόγραμμα)

Δευτέρα 12 Μαΐου 2008

Εύα... (μέρος δεύτερο )

Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει
*
*
Άνοιξε διακριτικά την γκρι σιδερένια πόρτα, με τρόπο έτσι ώστε να μην ακουστεί και την καταλάβουν οι μικρές.

Ήθελε να δει τι είχε σκαρφιστεί πάλι η Εύα και για ποιο λόγο πάλι απουσίαζε από το μάθημα. Ήταν θυμωμένη αλλά και περίεργη εξίσου, έπρεπε να την βάλει τιμωρία αφού πια δεν καταλάβαινε από λόγια και φοβέρες.

Πέρασε κάτω από την πασχαλιά, εισέπνευσε μπόλικο από το άρωμα της προχώρησε ευθεία δίπλα στον τοίχο της παλιάς μονοκατοικίας, πίσω από τους τρεις περιστερώνες προσπαθώντας να διακρίνει θορύβους παιδιών. Πιο μέσα ακουγόταν ο ήχος από το τρεχούμενο νερό και θροΐσματα στα φύλλα από τα περιστέρια.

Ο κυρ. Παναγιώτης θα είχε ανοίξει να καθαρίσει τις κλούβες τους και να τους βάλει καθαρό δροσερό νερό.. Στα δέντρα ακόμα φαινόταν έντονη η υγρασία, στάλες από το νερό λαμπύριζαν με τις ακτίνες του ήλιου.. Χιλιάδες μικρά πρίσματα, σκορπούσαν χρώματα δεξιά και αριστερά.

Ένας μικρός παράδεισος αυτό το σπίτι, δέντρα ψηλά, λουλούδια και περιστέρια.. χιλιάδες μικρές ψυχές να πετάνε πάνω από το κεφάλι σου, να γουργουράνε χαρακτηριστικά, να γεννούν μικρά περιστεράκια και όλα να συνομιλούν με το Θεό. Τις είδε εκεί στο βάθος καθισμένες δίπλα σε μια λεκάνη γεμάτη με νερό να μιλάνε. Ο κυρ. Παναγιώτης που είχε πάρει είδηση την είσοδο της στην αυλή , κουνούσε περιπαιχτικά το κεφάλι του, αυτόπτης μάρτυρας των όσων έλεγαν οι μικρές..
*
~~~~
*
*
«Θύμωσα, αλήθεια σου λέω θύμωσα και ήρθα να σε βρω.. γιατί δεν ήρθες σήμερα να πάμε μαζί σχολείο σε περίμενα στην αυλή μου για ώρα πολλή, μέχρι που με κατάλαβε η γιαγιά μου και με έστειλε για μάθημα»
«Και εγώ δεν μπορούσα να διαβάσω και να ακούω την κυρία, αφού σκεφτόμουνα εσένα και όλα αυτά που ήθελα να σου πω.. Και έφυγα από το μάθημα στο πρώτο διάλειμμα και ήρθα να σε βρω..» «Ζένια είσαι η καλύτερη μου φίλη, γιατί δεν ήρθες χθες το απόγευμα να παίξουμε , αφού τέλειωσα γρήγορα γρήγορα τα μαθήματά μου και σε περίμενα στην αυλή. Η μαμά μου, μου είπε ότι πήρε τη μαμά σου και της το είπε να σε αφήσει να έρθει να κάτσουμε σπίτι μου γιατί δεν ήρθες;;»
*
*
Η ώρα 11 παρά και η μικρή Εύα έκανε παράπονα στην φίλη της τη Ζένια, προφανώς γιατί της έλειψε η παρουσία της κοντά της. Έτσι είναι τα παιδιά διεκδικούνε κάθε τι που πιστεύουνε ότι τους ανήκει. Και η μικρή η Εύα είχε τόσα πολλά πραγματάκια να πει στην Ζένια που μπερδεύτηκαν στο μυαλουδάκι της και γίνανε κύμα μεγάλο που ξεσηκώθηκε για εξηγήσεις παιδικές. Και είχε αλήθεια τόσα να της πει, για τις τιμωρίες που την φοβέριζε η μαμά της ότι θα φάει αν δεν ξαναδιαβάσει, και αν το ξανασκάσει από την τάξη, για την κυρία στο μάθημα και για τα μαθηματικά που δεν μπορούσε να καταλάβει, για τον Κωστάκη που όλη την ώρα κοίταγε την Μαρία την συμμαθήτρια τους και δεν της έδινε πια σημασία, ούτε ζητούσε τα μολύβια της πια. Για το καλοκαίρι που έφτανε σιγά σιγά και η Εύα δεν ήθελε να αποχωριστεί την φίλη της, ήθελε να περνάνε όσο πιο πολύ χρόνο μπορούσαν μαζί..
(συνεχίζεται..)

Σάββατο 10 Μαΐου 2008

Εύα.. (μέρος πρώτο..)

Είχε παρατήσει όλες τις δουλειές της στη μέση. Το φαγητό μισοψημένο με τη φωτιά χαμηλωμένη, τα κρεβάτια ξέστρωτα, τα σεντόνια ατίναχτα, το σπίτι ασυγύριστο.. Ούτε ψωμί δεν είχε καταφέρει να πάει να πάρει από το φούρνο.. της ερχόταν πανικός μόνο που τα σκεφτόταν όλα αυτά και η ώρα κόντευε κιόλας δέκα.

*

Κι απ’ την άλλη αυτό το τηλεφώνημα την αποδιοργάνωσε. Είχε συνηθίσει πια να ακούει τα ίδια και τα ίδια μαντάτα κάθε φορά. Τι πρωτότυπο να την ειδοποιούσαν για κάτι πιο ευχάριστο, όπως η πρόοδος της μικρής στο σχολείο ή για κάποια εκδήλωση που θα λάβαινε μέρος και το «αγγελούδι» της, αλλά που τέτοια τύχη..

*

«Αχ αυτό το παιδί..» μονολογούσε καθώς κατευθυνόταν σε μία γνωστή διεύθυνση κατοικίας από τα παλιά. Προαισθανόταν από πριν που θα είχε πάει το αλητάκι της, η Εύα.. «Να δω τι δικαιολογία θα μου τσαμπουνήσει πάλι το παλιόπαιδο» έλεγε και ξανάλεγε.

*

Λίγα στενά πιο κάτω, στο τρίτο στενάκι δεξιά για την ακρίβεια πίσω από τις γυρτές κληματαριές βρέθηκε μπροστά σε μια παλιά μονοκατοικία. Σαν να ήταν ξεχασμένη από το χρόνο αυτή η γειτονιά, λες και η τεχνολογία και ο πολιτισμός είχαν ξεχάσει να ρίξουν μια ματιά και προς τα εδώ. Μπροστά της εκτεινόταν η παλιά πέτρινη μάντρα με την γέρικη πασχαλιά στα αριστερά, ανθισμένη κατάλευκη αφού προϋπαντούσε την άνοιξη, και τους τρεις περιστερώνες στημένους σε παράλληλη σειρά στα δεξιά της. Ο κυρ. Παναγιώτης που τους είχε, λάτρης θανατικός των περιστεριών.. Θυμάται ακόμα ιστορίες για αγώνες περιστεριών που τα έστελναν μέχρι και στη Θεσσαλονίκη για να δουν ποιο θα βρει το δρόμο να φτάσει πρώτο..  Και κάθε τόσο στόλιζε το σύνθετο της κυρα- Ελένης με κύπελλα και τρόπαια από τις κατακτήσεις του. Είχε να το λέει για τα περιστέρια του, και μαζί του και όλος ο κόσμος που τον θαύμαζε.

*

Εκεί πέρα είχε περάσει και η Ειρήνη τα παιδικά της χρόνια.. Μα πως θα μπορούσε να το ξεχάσει, ήταν το σπίτι της γιαγιάς της καλύτερης της φίλης. Μαζί στα παιχνίδια, στα όνειρα τα εφηβικά, μαζί και μεγαλώνοντας τα παιδιά τους.. Η Ειρήνη και η Ελένη φίλες αχώριστες, αδελφικές! Μαζί τις κοπάνες μαζί στα μυστικά, μαζί τώρα και τα παιδιά τους, η Εύα και η Ζένια.. κοριτσάκια της πέμπτης δημοτικού με απροσδιόριστο χαρακτήρα ακόμα.. Η Ειρήνη όμως είχε το μεγαλύτερο πρόβλημα με την Εύα της, με τίποτα δεν μπορούσε να την τιθασεύσει. Αναρωτιόταν πάντα από ποιον είχε πάρει αυτό το παιδί, μα κάθε που γύρναγε και κοίταγε τον άντρα της ήξερε ακριβώς την σωστή απάντηση. Δεν χρειαζόταν καμιά άλλη επιβεβαίωση. Φτυστή και στα μάτια και στο χρώμα των μαλλιών, «αγγελούδι» το κοριτσάκι της. Για άλλη μία φορά κι αυτή την εβδομάδα είχε κάνει κοπάνα απ’ το σχολείο η μικρή και οι δικαιολογίες διάφορες , ανάλογα με το τι απασχολούσε το αθώο κεφαλάκι του παιδιού πάντα κάτι θα συνέβαινε και δεν πήγαινε σχολείο.

(συνεχίζεται)