Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2008

Ημερολόγιο...

Πέμπτη 2008

Μία καρποσταλ από τη Ρώμη… piazza di Spagna..



Ένα κοχύλι ξεχασμένο από το παλιό το σπίτι.. έρμαιο στον καιρό , στην βροχή και στον ήλιο.. κάπου εκεί στην άκρη του τοίχου.. όμως ακόμα μέσα του ακούς τον ήχο της θάλασσας.. νοστάλγησα.. τα παλιά… εμένα … εσένα..

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2008

Η ζωή συνεχίζει το δικό της δρόμο .. 1. 2


………………..

Μα κάτι και σήμερα δραπέτευσε πάλι από την ψυχή της..
πριν προλάβει να κλείσει την πόρτα της καρδιάς..
από μια τόσο δα χαραμάδα βρήκε το δρόμο και ξέφυγε..
και βάλθηκε να σεργιανίζει στο κεφάλι της σαν ενοχλητικό κουνούπι όπου λίγο πριν
σε τσιμπήσει ακούς μόνο τον ήχο από το πέταγμα του..


Τι να ήταν πάλι αυτό που την ταλαιπωρούσε στο μυαλό
και της δημιουργούσε πονοκέφαλο Δευτεριάτικα??
Φφφφφφφφφφφ και φφφφφφφφφφ όλη την ώρα η Ζένια ξεστόμιζε ήχους και αέρα
μαζί μπας και με την ορμή της το έδιωχνε και αυτό πέρα μακριά..
άλλη μία ανάσα και θα έφευγε, άλλη μία προσπάθεια για εκπνοή,
αέρα να αποβάλει .. να φυσήξει στις σκέψεις της, να δει πιο καθαρά, να σκεφτεί..
Κι όλο το ρολόι κοιτούσε, φίλος αργοπορημένος η ώρα
δεν έλεγε να περάσει να την ελευθερώσει από τα δεσμά του γραφείου.
Και έγραφε και ταξινομούσε τα χαρτιά της μα δεν μπορούσε να ταξινομήσει την σκέψη της
με τίποτα.. Η μέρα σήμερα είχε ξεκινήσει άβολα, σε θερμοκρασίες να κυμαίνονται έντονα ανάμεσα στην ζέστη και στην άπνοια σε ρυθμούς νωχελικούς μπλεγμένους με πολύ οχλαγωγία … χωρίς να φυσάει καθόλου.. την έκαναν να φαίνεται αφόρητη.

Συνειδητοποίησε ότι όλα της φταίγανε ξαφνικά..

το παράθυρο που έπρεπε να είναι κλειστό για να αποφύγει την ζέστη έμοιαζε με γυάλινη φυλακή που την κρατούσε περιορισμένη, το air-condition που από την μία της πάγωνε την πλάτη αλλά και από την άλλη όποτε το έκλεινε της θύμιζε έντονα
το πόσο ασφυκτικά ήταν τα πράγματα στο γραφείο.
Το ταλαιπωρημένο ραδιοφωνάκι που είχε ρυθμιστεί να εκπέμπει σε συγκεκριμένο σταθμό ,
ακόμα και τα τραγούδια που ακούγονταν από μέσα του
εκνευριστικά ήταν κι αυτά. Και τα χαρτιά, τι όγκος εγγράφων ήταν αυτός σήμερα
που μπήκε στο γραφείο, να δεις που όλα βαλθήκανε σήμερα να με θυμώσουν
σκέφτηκε και ακούμπησε γρήγορα στην πλάτη της καρέκλας.


Άφησε απότομα κάτω το στυλό και αφού τοποθέτησε και το καπάκι του,
γύρισε δεξιά προς τον υπολογιστή της..
Η ώρα είχε πάει 12 το μεσημέρι,
με τις αντίστοιχες κινήσεις πάνω στο πληκτρολόγιο
έθεσε τον υπολογιστή σε τερματισμό. Έπρεπε να σηκωθεί και να φύγει επειγόντως..
με τέτοια νεύρα που της δημιουργήθηκαν ξαφνικά ,
ούτε δουλειά θα μπορούσε να βγάλει κανονικά
αλλά ούτε θα έκανε καλό στον εαυτό της να συνέχιζε να παραμένει μέσα εκεί.


Ήδη ένιωθε πολύ καλύτερα μετά την απόφαση που τόλμησε να πάρει
και ένα μικρό νεογέννητο χαμόγελο της φάνηκε ότι χάραξαν τα χείλη της.
Τράβηξε απαλά το κοκαλάκι που στερέωνε τα μαλλιά της, και ατημέλητες
ξανθιές μπούκλες και ακτίνες ξεχύθηκαν στους ώμους της.
Έβαλε τα γυαλιά ηλίου, πήρε τσάντα και κλειδιά και ήταν έτοιμη να φύγει.
Μόλις ένα βήμα πριν την πόρτα γύρισε και κοίταξε πάλι το παράθυρο, αυτή τη φορά με ειρωνεία γεμάτη και σαρκασμό,
σαν να του έλεγε με τα μάτια, κοίτα με πάλι κατάφερα να δραπετεύσω ..
Είχε κάνει για ένα ακόμα λεπτό στο χρόνο και κείνη την επανάσταση της στιγμής.

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2008

Σκέψη γλυκιά...


Ξημέρωνε μια ηλιόλουστη μέρα… αυγουστιάτικη, καλοκαιρινή και δροσερή. Ο ήλιος είχε από πολύ νωρίς φορέσει το κατάχρυσο κουστούμι του και φάνταζε περήφανος στα μάτια των ανθρώπων.. Είχε πάρει τη θέση του εκεί ψηλά στου ουρανού τη μέση, κριτής σε όσα συνέβαιναν και χάριζε τις ακτίνες του σε όλη την υφήλιο.

Ο ουρανός με τη σειρά του πιο γαλάζιος από ποτέ, είχε φορέσει εκείνο το γαλάζιο γαμπριάτικο κουστούμι και έδειχνε πρίγκιπας σωστός στης θάλασσας τα μάτια.. Αλλά και κείνη σωστό ερωτευμένο θηλυκό έλαμπε με ένα χαμόγελο που πρόδιδε και τις πιο ανείπωτες σκέψεις της. Η αύρα της φόραγε πολύχρωμα πέπλα που καθρέφτιζαν τις ακτίνες του ηλίου μέσα από τα νερά της, τις διαθλούσε και τις εμφάνιζε σε όλο το φάσμα των χρωμάτων. Και ένα αεράκι ήχος μελωδικός νανούριζε τους πάντες, γλύκαινε τους λογισμούς..

Εκεί λοιπόν στο τελευταίο συννεφάκι δεξιά λίγο πιο πέρα από τον ήλιο, είχαν κάτσει δύο αγγελάκια.. Το αεράκι κουνούσε ρυθμικά το συννεφάκι τους κι εκείνο με τη σειρά του κανάκευε τα μωρά σαν μεγάλη αγκαλιά .. Τα ματάκια τους ταξίδευαν σε όλα αυτά τα χρώματα και τις εικόνες χωρίς να γνωρίζουν τι ήταν όλα αυτά που έβλεπαν από ψηλά.

Ο Θεός που εκείνη την ώρα με την τεράστια παλέτα του σκόρπιζε χρώματα στη γη, έκανε τα ματάκια τους να λάμπουν όλο και πιο πολύ! Εκστασιασμένα από το κάλλος που απλωνόταν μπροστά τους γούρλωναν τα ματάκια τους βγάζοντας γλυκούς ήχους από εκείνα τα μικρά χειλάκια… Τα άκουγε ο Θεός και χαμογελούσε! Εκείνος καθόταν στον τεράστιο θρόνο του και απολάμβανε τις ομορφιές του κόσμου, φροντίζοντας εξίσου να είναι όλα εν τάξη. Εκεί λοιπόν πάνω στην ώρα που παρατηρούσε ένα σμήνος ταξιδιάρικα πουλιά, σκέφτηκε να πραγματοποιήσει μια μικρή σκέψη των μικρών αγγέλων. Σαν πατέρας όλου του κόσμου και σοφός όπως ήταν.. αποφάσισε ότι δεν θα ήταν άσχημο για μια μέρα να τα αφήσει να γευτούν όλα όσα η ψυχούλα τους νοσταλγούσε.

Έτσι σήκωσε το δεξί του χέρι και κούνησε αργά το δάχτυλο του προς την μεριά των αγγέλων και όλα μαγικά άλλαξαν..

Στα ματιά τους έδωσε φτερά και ώθηση για να μπορέσουν να ταξιδέψουν μέχρι εκεί κάτω. Τα άφησε να σαλπάρουν με το αεράκι πάνω από τα κυματάκια και να νοιώσουν την αλμύρα, την δροσιά της θάλασσας. Ύστερα να ξαποστάσουν στην χρυσή άμμο και να στεγνώσουν τα φτεράκια τους νωχελικά.

Μπορούσαν να νοιώσουν το χάδι του ήλιου και με μισόκλειστα ματάκια από το φως, με χεράκια που να καλύβουν το βλέμμα έψαχναν την άκρη του ορίζοντα για μια αγκαλιά..

Ο Θεός τα παρατηρούσε προσεκτικά και τα πρόσεχε από εκεί πάνω. Έτσι τοσοδούλια που ήτανε μπορούσαν να χαθούν και να χτυπήσουν.

Σκέφτηκε ακόμα να τα περάσει από έναν κήπο γεμάτο φραουλιές.. να τα αφήσει να λερωθούν με χώμα και νερό όπως θα έπαιζαν σαν κανονικά παιδιά και να γεμίσουν τις τσέπες τους με φράουλες για το γυρισμό. Γλυκειές λιχουδιές, απομεινάρια μιας ανέμελης ζωής. Τα βοήθησε να ταξιδέψουν με τη μυρωδιά σπιτικού φαγητού και πίτας από ανοιχτό παράθυρο και αυτά ξελογιασμένα όπως ήταν μπλέχτηκαν στην ποδιά της μητέρας που σκουπίζει τα χέρια της μετά το τελείωμα του νοικοκυριού…

Ξεχύθηκαν μέσα σε δάση και σε πόλεις και αργά το βράδυ έφτασε η ώρα να γυρίσουν κουρασμένα πάλι πίσω..

Η ματιά του Θεού τα έφερε πάλι στη άκρη της θάλασσας να τα καλοδεχτεί το κύμα.. Βρεγμένα χεράκια, άμμος στα δάχτυλα, και παλάτια που χτίζονταν στην άμμο μόνο για αυτά ήταν η έκπληξη του. Η θάλασσα σαν χαλί άπλωσε τις σκέψεις τους και τις στοίβαξε σ’ ένα κοχύλι μέσα μαζί με τα μυστικά της δώρο για το γυρισμό..

Ήδη είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει για τα καλά.. ο ήλιος έφευγε για να ξεκουραστεί , έβγαινε το φεγγάρι και τα αγγελάκια δεν θέλανε να αφήσουνε την αγκαλιά της θάλασσας για να γυρίσουνε στο συννεφάκι..

Έτσι ο Θεός έριξε ένα αστέρι να τα μαγέψει. Το αστέρι έλαμψε στα ματάκια τους, σαν την ιδέα του σπιτιού.. που τα προστάτευε και ξεθεωμένα ετοιμάστηκαν να γυρίσουν πίσω για έναν ύπνο γλυκό…

Το συννεφάκι τα περίμενε στοργικά να τα κλείσει πάλι μες στην αγκαλιά του. Πλέκοντας όνειρα χρυσά τις στιγμές που ζήσανε σαν μικρά παιδιά!

Όνειρα γλυκά…

Το φεγγάρι πλέον έγειρε και είναι η ώρα του να πάει και αυτό για ύπνο.

….

Άνοιξα το τζάμι , αέρας να μπει . Ήθελα εκεί έξω να είμαι , σε αυτήν την εικόνα.

Πάντα δειλινό , ο ουρανός μπερδεμένος κ ο ίδιος , λίγο πιο σκούρος , λίγο από τα χρώματα του φωτός.

Άμμος στα δάχτυλά μου , νωπά , χώνονται πιο βαθιά να κρυφτούν , ένα να γίνουν με το σκηνικό ,

εκεί να μείνω.

Σταγόνες από βροχή φέρνουν τα λόγια του φεγγαριού που σε λίγο φέγγει.