Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2008

Σκέψη γλυκιά...


Ξημέρωνε μια ηλιόλουστη μέρα… αυγουστιάτικη, καλοκαιρινή και δροσερή. Ο ήλιος είχε από πολύ νωρίς φορέσει το κατάχρυσο κουστούμι του και φάνταζε περήφανος στα μάτια των ανθρώπων.. Είχε πάρει τη θέση του εκεί ψηλά στου ουρανού τη μέση, κριτής σε όσα συνέβαιναν και χάριζε τις ακτίνες του σε όλη την υφήλιο.

Ο ουρανός με τη σειρά του πιο γαλάζιος από ποτέ, είχε φορέσει εκείνο το γαλάζιο γαμπριάτικο κουστούμι και έδειχνε πρίγκιπας σωστός στης θάλασσας τα μάτια.. Αλλά και κείνη σωστό ερωτευμένο θηλυκό έλαμπε με ένα χαμόγελο που πρόδιδε και τις πιο ανείπωτες σκέψεις της. Η αύρα της φόραγε πολύχρωμα πέπλα που καθρέφτιζαν τις ακτίνες του ηλίου μέσα από τα νερά της, τις διαθλούσε και τις εμφάνιζε σε όλο το φάσμα των χρωμάτων. Και ένα αεράκι ήχος μελωδικός νανούριζε τους πάντες, γλύκαινε τους λογισμούς..

Εκεί λοιπόν στο τελευταίο συννεφάκι δεξιά λίγο πιο πέρα από τον ήλιο, είχαν κάτσει δύο αγγελάκια.. Το αεράκι κουνούσε ρυθμικά το συννεφάκι τους κι εκείνο με τη σειρά του κανάκευε τα μωρά σαν μεγάλη αγκαλιά .. Τα ματάκια τους ταξίδευαν σε όλα αυτά τα χρώματα και τις εικόνες χωρίς να γνωρίζουν τι ήταν όλα αυτά που έβλεπαν από ψηλά.

Ο Θεός που εκείνη την ώρα με την τεράστια παλέτα του σκόρπιζε χρώματα στη γη, έκανε τα ματάκια τους να λάμπουν όλο και πιο πολύ! Εκστασιασμένα από το κάλλος που απλωνόταν μπροστά τους γούρλωναν τα ματάκια τους βγάζοντας γλυκούς ήχους από εκείνα τα μικρά χειλάκια… Τα άκουγε ο Θεός και χαμογελούσε! Εκείνος καθόταν στον τεράστιο θρόνο του και απολάμβανε τις ομορφιές του κόσμου, φροντίζοντας εξίσου να είναι όλα εν τάξη. Εκεί λοιπόν πάνω στην ώρα που παρατηρούσε ένα σμήνος ταξιδιάρικα πουλιά, σκέφτηκε να πραγματοποιήσει μια μικρή σκέψη των μικρών αγγέλων. Σαν πατέρας όλου του κόσμου και σοφός όπως ήταν.. αποφάσισε ότι δεν θα ήταν άσχημο για μια μέρα να τα αφήσει να γευτούν όλα όσα η ψυχούλα τους νοσταλγούσε.

Έτσι σήκωσε το δεξί του χέρι και κούνησε αργά το δάχτυλο του προς την μεριά των αγγέλων και όλα μαγικά άλλαξαν..

Στα ματιά τους έδωσε φτερά και ώθηση για να μπορέσουν να ταξιδέψουν μέχρι εκεί κάτω. Τα άφησε να σαλπάρουν με το αεράκι πάνω από τα κυματάκια και να νοιώσουν την αλμύρα, την δροσιά της θάλασσας. Ύστερα να ξαποστάσουν στην χρυσή άμμο και να στεγνώσουν τα φτεράκια τους νωχελικά.

Μπορούσαν να νοιώσουν το χάδι του ήλιου και με μισόκλειστα ματάκια από το φως, με χεράκια που να καλύβουν το βλέμμα έψαχναν την άκρη του ορίζοντα για μια αγκαλιά..

Ο Θεός τα παρατηρούσε προσεκτικά και τα πρόσεχε από εκεί πάνω. Έτσι τοσοδούλια που ήτανε μπορούσαν να χαθούν και να χτυπήσουν.

Σκέφτηκε ακόμα να τα περάσει από έναν κήπο γεμάτο φραουλιές.. να τα αφήσει να λερωθούν με χώμα και νερό όπως θα έπαιζαν σαν κανονικά παιδιά και να γεμίσουν τις τσέπες τους με φράουλες για το γυρισμό. Γλυκειές λιχουδιές, απομεινάρια μιας ανέμελης ζωής. Τα βοήθησε να ταξιδέψουν με τη μυρωδιά σπιτικού φαγητού και πίτας από ανοιχτό παράθυρο και αυτά ξελογιασμένα όπως ήταν μπλέχτηκαν στην ποδιά της μητέρας που σκουπίζει τα χέρια της μετά το τελείωμα του νοικοκυριού…

Ξεχύθηκαν μέσα σε δάση και σε πόλεις και αργά το βράδυ έφτασε η ώρα να γυρίσουν κουρασμένα πάλι πίσω..

Η ματιά του Θεού τα έφερε πάλι στη άκρη της θάλασσας να τα καλοδεχτεί το κύμα.. Βρεγμένα χεράκια, άμμος στα δάχτυλα, και παλάτια που χτίζονταν στην άμμο μόνο για αυτά ήταν η έκπληξη του. Η θάλασσα σαν χαλί άπλωσε τις σκέψεις τους και τις στοίβαξε σ’ ένα κοχύλι μέσα μαζί με τα μυστικά της δώρο για το γυρισμό..

Ήδη είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει για τα καλά.. ο ήλιος έφευγε για να ξεκουραστεί , έβγαινε το φεγγάρι και τα αγγελάκια δεν θέλανε να αφήσουνε την αγκαλιά της θάλασσας για να γυρίσουνε στο συννεφάκι..

Έτσι ο Θεός έριξε ένα αστέρι να τα μαγέψει. Το αστέρι έλαμψε στα ματάκια τους, σαν την ιδέα του σπιτιού.. που τα προστάτευε και ξεθεωμένα ετοιμάστηκαν να γυρίσουν πίσω για έναν ύπνο γλυκό…

Το συννεφάκι τα περίμενε στοργικά να τα κλείσει πάλι μες στην αγκαλιά του. Πλέκοντας όνειρα χρυσά τις στιγμές που ζήσανε σαν μικρά παιδιά!

Όνειρα γλυκά…

Το φεγγάρι πλέον έγειρε και είναι η ώρα του να πάει και αυτό για ύπνο.

….

Άνοιξα το τζάμι , αέρας να μπει . Ήθελα εκεί έξω να είμαι , σε αυτήν την εικόνα.

Πάντα δειλινό , ο ουρανός μπερδεμένος κ ο ίδιος , λίγο πιο σκούρος , λίγο από τα χρώματα του φωτός.

Άμμος στα δάχτυλά μου , νωπά , χώνονται πιο βαθιά να κρυφτούν , ένα να γίνουν με το σκηνικό ,

εκεί να μείνω.

Σταγόνες από βροχή φέρνουν τα λόγια του φεγγαριού που σε λίγο φέγγει.

1 σχόλιο:

lakis είπε...

Υπέροχα λυρικό το κείμενό σου, πλούσιο σε εικόνες και αισθήσεις. Μέρα καλή