Δευτέρα 12 Μαΐου 2008

Εύα... (μέρος δεύτερο )

Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει
*
*
Άνοιξε διακριτικά την γκρι σιδερένια πόρτα, με τρόπο έτσι ώστε να μην ακουστεί και την καταλάβουν οι μικρές.

Ήθελε να δει τι είχε σκαρφιστεί πάλι η Εύα και για ποιο λόγο πάλι απουσίαζε από το μάθημα. Ήταν θυμωμένη αλλά και περίεργη εξίσου, έπρεπε να την βάλει τιμωρία αφού πια δεν καταλάβαινε από λόγια και φοβέρες.

Πέρασε κάτω από την πασχαλιά, εισέπνευσε μπόλικο από το άρωμα της προχώρησε ευθεία δίπλα στον τοίχο της παλιάς μονοκατοικίας, πίσω από τους τρεις περιστερώνες προσπαθώντας να διακρίνει θορύβους παιδιών. Πιο μέσα ακουγόταν ο ήχος από το τρεχούμενο νερό και θροΐσματα στα φύλλα από τα περιστέρια.

Ο κυρ. Παναγιώτης θα είχε ανοίξει να καθαρίσει τις κλούβες τους και να τους βάλει καθαρό δροσερό νερό.. Στα δέντρα ακόμα φαινόταν έντονη η υγρασία, στάλες από το νερό λαμπύριζαν με τις ακτίνες του ήλιου.. Χιλιάδες μικρά πρίσματα, σκορπούσαν χρώματα δεξιά και αριστερά.

Ένας μικρός παράδεισος αυτό το σπίτι, δέντρα ψηλά, λουλούδια και περιστέρια.. χιλιάδες μικρές ψυχές να πετάνε πάνω από το κεφάλι σου, να γουργουράνε χαρακτηριστικά, να γεννούν μικρά περιστεράκια και όλα να συνομιλούν με το Θεό. Τις είδε εκεί στο βάθος καθισμένες δίπλα σε μια λεκάνη γεμάτη με νερό να μιλάνε. Ο κυρ. Παναγιώτης που είχε πάρει είδηση την είσοδο της στην αυλή , κουνούσε περιπαιχτικά το κεφάλι του, αυτόπτης μάρτυρας των όσων έλεγαν οι μικρές..
*
~~~~
*
*
«Θύμωσα, αλήθεια σου λέω θύμωσα και ήρθα να σε βρω.. γιατί δεν ήρθες σήμερα να πάμε μαζί σχολείο σε περίμενα στην αυλή μου για ώρα πολλή, μέχρι που με κατάλαβε η γιαγιά μου και με έστειλε για μάθημα»
«Και εγώ δεν μπορούσα να διαβάσω και να ακούω την κυρία, αφού σκεφτόμουνα εσένα και όλα αυτά που ήθελα να σου πω.. Και έφυγα από το μάθημα στο πρώτο διάλειμμα και ήρθα να σε βρω..» «Ζένια είσαι η καλύτερη μου φίλη, γιατί δεν ήρθες χθες το απόγευμα να παίξουμε , αφού τέλειωσα γρήγορα γρήγορα τα μαθήματά μου και σε περίμενα στην αυλή. Η μαμά μου, μου είπε ότι πήρε τη μαμά σου και της το είπε να σε αφήσει να έρθει να κάτσουμε σπίτι μου γιατί δεν ήρθες;;»
*
*
Η ώρα 11 παρά και η μικρή Εύα έκανε παράπονα στην φίλη της τη Ζένια, προφανώς γιατί της έλειψε η παρουσία της κοντά της. Έτσι είναι τα παιδιά διεκδικούνε κάθε τι που πιστεύουνε ότι τους ανήκει. Και η μικρή η Εύα είχε τόσα πολλά πραγματάκια να πει στην Ζένια που μπερδεύτηκαν στο μυαλουδάκι της και γίνανε κύμα μεγάλο που ξεσηκώθηκε για εξηγήσεις παιδικές. Και είχε αλήθεια τόσα να της πει, για τις τιμωρίες που την φοβέριζε η μαμά της ότι θα φάει αν δεν ξαναδιαβάσει, και αν το ξανασκάσει από την τάξη, για την κυρία στο μάθημα και για τα μαθηματικά που δεν μπορούσε να καταλάβει, για τον Κωστάκη που όλη την ώρα κοίταγε την Μαρία την συμμαθήτρια τους και δεν της έδινε πια σημασία, ούτε ζητούσε τα μολύβια της πια. Για το καλοκαίρι που έφτανε σιγά σιγά και η Εύα δεν ήθελε να αποχωριστεί την φίλη της, ήθελε να περνάνε όσο πιο πολύ χρόνο μπορούσαν μαζί..
(συνεχίζεται..)

Δεν υπάρχουν σχόλια: