Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2008

Στου χρόνου τα γραμμένα (μέρος β)

Δύο μήνες τώρα κανείς δεν το δάμασε, δεν άφησε κανέναν να το χτυπήσει.. μόνο το άφηνε ελεύθερο μέσα σε εκείνα τα στρέμματα περιφραγμένης γης να τρέχει να καλπάζει. Έκείνος ανέβαινε ψηλά στον ξύλινο φράχτη και το παρατηρούσε. Το σώμα του είχε δέσει πια από το καλό τριφύλλι και το σανό που έτρωγε κι όπως ήταν τώρα καθαρό, φάνταζε πιο όμορφο από ποτέ. Το δέρμα του καστανό μέσα σε όλη αυτή την ανοιξιάτικη φύση γυάλιζε από μακριά. Ζέσταινε τη ματιά σου και αυτή η χαίτη του όλο και πιο ξανθιά γινότανε..
*
Δεν είχε ακόμα τολμήσει να το καβαλήσει, όσο κι αν το επιθυμούσε. Θα ερχόταν κι εκείνη η ώρα όταν το άλογο θα ήταν έτοιμο. Μονάχα το παρατηρούσε. Ήταν και εκείνες οι σκοτούρες που είχε ο Πέτρος στο μυαλό του, που δεν του άφηναν χρόνο για ξεγνοιασιά. Όλη η φάρμα και οι δουλειές της περνούσαν από τα χέρια του. Μεγάλωσε πριν την ώρα του, κάτι που τον είχε κουράσει ψυχικά.
*
Σε ώρες απόγνωσης, έβγαζε το άλογο από το στάβλο, το έλυνε και το έβαζε μέσα στον περιφραγμένο χώρο. Εκείνο ήθελε μόλις λίγα δευτερόλεπτα για να αφηνιάσει και να αρχίσει να τρέχει πέρα δώθε. Δεν υπήρχε σημείο μέσα σε τόσα στρέμματα που να μην είχε πάει. Έσκιζε με τα πόδια του το πράσινο ψηλό χορτάρι, προσπερνούσε τον άνεμο και πήγαινε κατευθείαν στον ήλιο. Εκεί που η ματιά του Πέτρου δεν μπορούσε να δει καθαρά και όταν ήθελε να ξεκουραστεί λύγιζε τα πόδια και ξάπλωνε κοντά στη λιμνούλα. Απολάμβανε την δροσιά.
*
Και το χάζευε, πόσο νεύρο έκρυβε μέσα του αυτό το αδύνατο πλασματάκι. Ήθελε να επιβληθεί και στον άνεμο, έκανε μαγκιές και στα μεγαλύτερα άλογα. Το αγαπούσε καταβάθος, χωρίς να το παραδεχτεί και εκείνο μόνο του ήτανε. Όταν ο Πέτρος είχε προβλήματα, δεν ήθελε βοήθεια από κανέναν. Ούτε στην μάνα του δεν μιλούσε, ούτε στον αδερφό του, ήθελε πάντα να πιστεύει ότι ήτανε μόνος του. Φοβόταν κατά βάθος ότι κάποια στιγμή θα τους έχανε και εκείνους. Όπως έχασε τον πατέρα του. «Εγώ μπορώ και μόνος μου» έλεγε και ξανά έλεγε. Και ίππευε τα άλογα του μανιασμένα, όσο πιο δύσκολο το εμπόδιο μπροστά τόσο πιο πείσμα έβαζε με τον εαυτό του να το ξεπεράσει. Να κάνει ένα ακόμα άλμα. Δεν φοβόταν τον θάνατο, ή μάλλον τον φοβόταν τόσο πολύ που του πήγαινε κόντρα. Γι αυτό δεν ήθελε δεσίματα και δεσμούς καρδιάς. Απαρνιόταν τα πάντα και πονούσε διπλά.
*
Αυτή τη φορά δεν είχε κουράγιο ούτε στο φράχτη να σκαρφαλώσει. Αφού ακολούθησε τη συνηθισμένη διαδικασία να πάρει το άλογο να το λύσει και να το αφήσει ελεύθερο μέσα σε εκείνη την έκταση. Έκατσε να το χαζεύει από κάτω. Με τα δυο του χέρια ακουμπισμένα στο ξύλινο κάγκελο να στηρίζουν το κεφάλι του, το παρατηρούσε να ξεμακραίνει. Μία σκιά περιφερόταν στα γαλάζια μάτια του, μία σκιά που τα έκανε ακόμα πιο θαμπά. Έγνοιες πολλές στο μυαλό του, ήταν και κείνος ο αέρας που άρχισε ξαφνικά από τα πουθενά, παρέσερνε τα σύννεφα να κρύβουν όλο και πιο πολύ τον ήλιο. Και του μετάδιδε ένα τρεμούλιασμα, ένα ανατρίχιασμα στην ραχοκοκαλιά. Ήταν και κείνο το όνειρο την προηγούμενη νύχτα που δεν τον άφησε να κοιμηθεί. Ήταν και η παράξενη αίσθηση ότι βρισκόταν κάπου γύρω του εκείνη.
*
Είχε καιρό να την δει, να ακούσει το γέλιο της, να την μυρίσει. Τον είχε αφήσει, την είχε διώξει με τον τρόπο του, σημασία είχε πως ήτανε χωριστά. «Σε καλό μου σήμερα.. η ιδέα μου θα ναι» μονολόγησε και συνέχισε με το βλέμμα του να πλανιέται στο χώρο. Η εικόνα του αλόγου είχε χαθεί από ώρα, μα δεν το είχε καταλάβει. Απέμεινε να θυμάται την εικόνα της να έρχεται προς το μέρος του καβάλα στο άσπρο της άλογο και τα μαλλιά της να ανεμίζουν καθώς κάλπαζε πάνω του ρυθμικά. Απέμεινε να ψάχνει στο μυαλό του πως ήταν η αίσθηση από το άγγιγμά της στα μαλλιά του, λίγο πριν το δείλι..
(συνεχίζεται..)

Δεν υπάρχουν σχόλια: