Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2008

Στου χρόνου τα γραμμένα..

Εκεί δεν έχει ακόμα νυχτώσει
κι ας νύχτωσε τόσο εδώ
των τόπων οι κρίσιμες ώρες
σπάνια συμπίπτουν.
Κάτι σαν φως και ούτε φως
η ώρα του εαυτού σου έχει πέσει.

Κάλπαζε.
Κάλπαζε αφηνιασμένο για ώρα… έπρεπε να φτάσει κάπου αλλά που; Απλά έτρεχε κόντρα στον άνεμο, τα τοπία εναλλάσσονταν το ένα μετά το άλλο διαδοχικά.. και εκείνο έσχιζε το πυκνό πράσινο χορτάρι.. πέρναγε γρήγορα δίπλα από τα δέντρα, σχεδόν πέταγε δεν άγγιζε το έδαφος.. μόνο για να πάρει ώθηση και ουπς πάλι ένα άλμα. Ξεμάρκαινε, όλο και πιο μακριά λεπτό το λεπτό ώσπου απέμεινε μία κουκίδα από την εικόνα του μόνο κόντρα στον ήλιο. Κόντρα και εκεί .. Επανάσταση.

Αυτό το άλογο από τη μέρα που το πήρε ήξερε ότι ήταν μοναδικό. Το ξεχώριζε από όλα τα άλλα. Ας είχε και πιο σπάνια, καλύτερης ράτσας και πιο ακριβά. Το ξεχώριζε ακόμα και από τον έβενο, το μαύρο το αιγυπτιακό.. Τι άλογο κι αυτό καταπληκτικό, μαύρο σαν την πίσσα, γυαλιστερό και μεγαλόσωμο, σωστός αυτοκράτορας μέσα στην φάρμα. Αλλά εκείνον τον είχε σημαδέψει το καφέ πουλάρι που είχε βρει στην αγορά πριν δύο μήνες. Μικρό, καχεκτικό, βρώμικο μα με κάτι μάτια κεχριμπαρένια, όλο φως. 

 Μόλις το είδε τον συγκλόνισε. Ατίθασο δεν καθόταν σε μία μεριά, το αφεντικό του που το είχε προς πώληση όλο το χτυπούσε γιατί φόβιζε τους πελάτες. Άγριο, αν μπορούσε να ξελυθεί, στοίχημα έβαζε ότι θα τον πάταγε με τα μπροστινά του πόδια σίγουρα τον τότε ιδιοκτήτη του. Όλο αυτό προσπαθούσε να κάνει και κείνος ο δόλιος όλο έτρεμε και πιο πολύ.. Προσπαθούσε να του επιβληθεί αλλά αυτό τίποτα, κάθε τόσο στηριζόταν στα δυο πισινά του πόδια και σηκωνόταν όρθιο. Όλο προσπαθούσε να ξελυθεί με τον ιδιοκτήτη όλο και τρομάζει περισσότερο. 

 Η όλη κατάσταση θυμάται του είχε φέρει πολύ γέλιο. Φανταζόταν τον ανθρωπάκο που το είχε, να παρακαλάει Θεούς και ανθρώπους για να αγοράσουν το άλογο, να το ξεφορτωθεί μία ώρα αρχύτερα. Σίγουρα θα το έβλεπε στον ύπνο του, εφιάλτες με το άλογο να τον κυνηγάει μανιωδώς. Καθώς είχε περάσει από δίπλα του τον είχε ακούσει να το αποκαλεί «ορφανό» μαζί με άλλες βρισιές.

Λέξη που τον πλήγωσε, του είχε θυμίσει τον εαυτό του.. Τον πατέρα του που τους είχε αφήσει για μία άλλη γυναίκα. Την μάνα του που ξενοδούλευε μέχρι μεγάλη για να τους ζήσει. Του θύμισε πολλά. Πριν προλάβει και πάλι ο ιδιοκτήτης να σηκώσει το μαστίγιο για να βαρέσει ακόμα μία φορά το άλογο, τον σταμάτησε. 

* Ρώτησε πόσο κάνει και χωρίς δεύτερη σκέψη το αγόρασε. Παρά τις ενστάσεις του ανθρωπάκου, ότι είναι πάρα πολύ μικρό σε ηλικία, ότι είναι άγριο γιατί η φοράδα που το είχε γεννήσει ψόφησε, ότι δεν θα δεχτεί να του το επιστρέψει την επόμενη εβδομάδα.. εκείνος του άφησε τις είκοσι χιλιάδες πέννες που κόστιζε το άλογο και έκανε νόημα στον βοηθό του να το πάρει μαζί τους.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: