Ζωή σε τάξη λοιπόν… και η φαντασία άρχισε τις τολμηρές βουτιές της στο χρώμα το πράσινο και το γαλάζιο.. να ζωγραφίσει σιγά σιγά μια άνοιξη στη ψυχή.. Πέρα από τα προβλήματα και τα αδιέξοδα.. το ήξερε καταβάθος.. δεν έπρεπε να αφήσει την ελπίδα να πεθάνει.. έπρεπε να παλέψει για ακόμη μία φορά.. για χάρη της.. την αγαπούσε την ελπίδα.. την ένιωθε κοντά της σαν το ξημέρωμα, σαν τον ήλιο το καταμεσήμερο.. έπεφτε κάθετα και έκαιγε, ξεχύνονταν από την μία άκρη του ορίζοντα και κατατρόπωνε κάθε ίχνος φόβου, κάθε μαύρο σημείο.. ξάσπριζε.. τον ουρανό, τα σπίτια, τους ανθρώπους.. έμπαινε τόσο βαθιά που πολλές φορές ξάσπριζε και τις ψυχές τους… στέγνωνε ένα ένα τα φτερά στην πλάτη τους με ένα αεράκι τα αναθάρρευε να νοιώσουν λιγάκι την ζωντάνια, την ώθηση. Μια γλυκιά ανατριχίλα.. και περίμενε. Τους άφηνε έτοιμους τους ανθρώπους να πετάξουν αν αυτοί το αποφασίσουν .. εκείνη μόνο ως ελπίδα τους ετοίμαζε, τους παρότρυνε για άλλο ένα άλμα , για άλλη μια ώθηση προς τα πάνω και τους καθάριζε τον ουρανό, ολόφωτο ορίζοντα να έχουν να βλέπουν να πετάνε…
Έτσι ένοιωθε και κείνη μέσα της εκείνη τη μέρα.. κάτι σάλευε κάτω από το ροζ λιλιπούτειο τριαντάφυλλο που κρεμότανε στο λαιμό της.. Ευωδίαζε μια γλυκιά μυρωδιά, από άνοιξη, κάτι που λίγωνε ακόμα και την ψυχή της… Την έκανε να κλείνει τα μάτια και να χαμογελά τόσο που είχε σχεδόν ξεχάσει πόσο απαραίτητο ήταν εκείνο το συναίσθημα και τώρα που το βίωνε αναριχούσε σπιθαμή προς σπιθαμή όλο της το σώμα.. από τα πέλματα και τις γάμπες της μέχρι της ρίζες των μαλλιών της.. είχε έρθει η ώρα…
Το όνειρο δεν άντεχε άλλο.. ξεχείλιζε.. υπερχείλιση ψυχής το συμπέρασμα στα σκαριά για ένα γραπτό…
…. «Το κοχύλι της ευχής»