Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2008

Στου χρόνου τα γραμμένα (μέρος γ' τέλος)

Χορεύουν φύκια
κάτω απ' το τζάμι του νερού.
Τα ρηχά έχουν κι αυτά
τα βάσανα τους και τα γλέντια τους.
* Τώρα θα έχουν λύσει τα μαλλιά τους
οι αγνές ησυχίες τριγύρω
με τη σιωπή σου θα τις κανείς
γυναίκες σου εκπληρωμένες.
Ξαπλώνουν δίπλα σου
*
Ώρα Ελλάδας 7:30 μόλις που αρχίζει να σουρουπώνει. Η πιο όμορφη ώρα της μέρας, την ώρα που ντύνεται ο ουρανός με χίλια χρώματα και χίλιες δυο αισθήσεις. Του κόσμου όλου τα συναισθήματα, αγάπης λύπης, πόνου δυστυχίας, ευτυχίας, χαράς, ηρεμίας τα κλείνει όλα μέσα σε ένα πολύχρωμο τεράστιο σάρι. Και το μείγμα μας έτοιμο. Λίγο από ευτυχία, δύο δόσεις λύπης, και μισή δόση δυστυχίας και ύστερα για να δέσει όση ευτυχία και ηρεμία έμεινε. Και όλα αυτά τα βάζει στο φούρνο του ο Θεός και μας προσφέρει αυτό που βλέπουμε στον ουρανό. Η πιο ήρεμη ώρα της μέρας.. την ώρα που αφουγκράζονται οι ζωντανοί της ψυχές αυτών που έχουν φύγει κοντά τους.
*
Η Ηρώ μόλις είχε βγει από τη θάλασσα και τίναζε τα μαλλιά της να φύγει το περιττό νερό. Έκατσε δευτερόλεπτα να χαζέψει λίγο την θέα , έκλεισε το μάτι στο ηλιοβασίλεμα και ντύθηκε γρήγορα να φύγει . Πάντα βιαζόταν αυτή η κοπέλα. Πάντα έτρεχε ποτέ δεν καθόταν σε μία μεριά. Το τζιν μπήκε με δυσκολία καθώς το σώμα ήταν ακόμα βρεγμένο και το φανελάκι μόλις ακούμπησε πάνω της μούσκεψε και αυτό. Φόρεσε στον ώμο το τσαντάκι της με τα υπόλοιπα πράγματα πήρε τα κλειδιά και κατευθύνθηκε προς την μηχανή. Την είχε ακουμπήσει λίγα εκατοστά παραπέρα από το κύμα. Στηριγμένη στο νύχι της την περίμενε υπομονετικά, για να κάνει τα υπόλοιπα καπρίτσια της. Ανέβηκε πάνω, έβαλε μπρος και αφού τράβηξε λίγο περισσότερο το πίσω γκάζι για έναν ακόμα χορό στην άμμο έφυγε γρήγορα. Έπρεπε να γυρίσει πάλι πίσω στην βουή της πόλης. Έφτασε στο διαμέρισμα της και μηχανικά άνοιξε την πόρτα. Μα ο αέρας που την συνόδεψε , μπήκε και κείνος ορμητικά μέσα στο σπίτι και έφερε αναστάτωση. Καμιά δεκαριά χαρτιά από το γραφείο έπεσαν κάτω στο πάτωμα.
Η Ηρώ δεν έδωσε σημασία και όπως ήταν ευδιάθετη κατευθύνθηκε προς το ντουζ για να βγάλει την αλμύρα από πάνω της. Σε μισή ώρα όλα πια ήταν όπως πριν, τίποτα δεν θύμιζε το μπάνιο στη θάλασσα, το χορό στην άμμο και την ξέφρενη πορεία που είχε πάρει η μηχανή στο γυρισμό. Η Ηρώ βρεγμένη και γεμάτη μυρωδιές από αφρόλουτρο και σαμπουάν έψαχνε για τα ρούχα της. Έβαλε προσεκτικά μία φόρμα για να σκεπάσει τα πόδια της και ένα κοντομάνικο μπλουζάκι, έπιασε τα μαλλιά της βιαστικά και κατευθύνθηκε προς τα χαρτιά.
Στο δρόμο της βρέθηκε και ο τηλεφωνητής με το κουμπάκι στο κόκκινο, είχε μήνυμα. Το πάτησε γρήγορα και άρχιζε να μαζεύει τον λογαριασμό της ΔΕΗΣ που ήταν πεσμένος κάτω, ένα χαρτί από τα κοινόχρηστα, την λίστα με τα ψώνια και την καρτ ποστάλ που είχε ξεκολλήσει εκείνη από το ψυγείο. Την καρτ ποστάλ από τη Ρώμη που είχαν πάει μαζί πριν μισό χρόνο.. λίγο πριν χωρίσουν . Το ένα και μοναδικό ταξίδι που είχαν κάνει μαζί.
Όσα δεν φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή λένε. Και ότι είναι γραφτό να γίνει , όσα εμπόδια και να υπάρχουν θα γίνει, γιατί είναι από το Θεό γραμμένο. Είναι το ριζικό Έτσι και τώρα μία τυχαία στιγμή πέρασε από μπροστά της το πρόσωπο του. Τα γαλάζια μάτια του που τόσο πολύ αγαπούσε. Τα μαλλιά του που της άρεσε να τα χαϊδεύει λίγο πριν τον αγκαλιάσει το δειλινό. Κι ήταν και κείνος ο αέρας που πήρε να φυσάει ξαφνικά και την έκανε να κρυώνει να ζητάει υποσυνείδητα αγκαλιά.. ήταν και κείνο το όνειρο που είχε δει το προηγούμενο βράδυ.. εκείνο το άλογο το καφετί που έτρεχε κόντρα στον ήλιο.
*
**

Η φωνή που ακουγόταν από τον τηλεφωνητή έλεγε «φιλενάδα έχω δύο εισιτήρια για Ρώμη, θες να πάμε μαζί το Σαββατοκύριακό.. έλα πες μου ναι!! Γιώτα»

Εκεί δεν έχει ακόμα νυχτώσει κι ας νύχτωσε τόσο εδώ των τόπων οι κρίσιμες ώρες σπάνια συμπίπτουν. Η σκέψη σου στερεώνει σκαλοπάτια στον αέρα κι ανεβαίνει.

Θα θελα έτσι μονάχα για μια στιγμή να ‘μαι πάνω στη χαίτη εκείνου του αλόγου που είχε το χρώμα της γης και κάλπαζε διασχίζοντας το χορτάρι. Και να πετάω και εγώ στον αέρα και να ανεμίζω στη χαίτη του. Θα θελα να κρατιέμαι από πάνω του, σώμα με σώμα για να νοιώθω τις βιαστικές ανάσες του που έκαναν το στέρνο του να ανεβοκατεβαίνει . Και ύστερα με τον άνεμο να περάσω μπροστά από τα γαλάζια μάτια του Πέτρου, να δω τη σκιά του, να δω που πλανιέται το βλέμμα του, να χαϊδέψω τα μαλλιά του. Μη με ρωτάτε αν θα θελα να πέρναγα και από την Ηρώ.. μέσα από τα βρεγμένα μαλλιά της μπορεί να προέρχομαι ήδη.
*
Που ξέρω εγώ τα ευαίσθητα σημεία του πελάγους για να σε καταλάβω ;

(οι στίχοι από το ποίημα της Κικής Δημουλά Γη των Απουσιών)

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2008

Στου χρόνου τα γραμμένα (μέρος β)

Δύο μήνες τώρα κανείς δεν το δάμασε, δεν άφησε κανέναν να το χτυπήσει.. μόνο το άφηνε ελεύθερο μέσα σε εκείνα τα στρέμματα περιφραγμένης γης να τρέχει να καλπάζει. Έκείνος ανέβαινε ψηλά στον ξύλινο φράχτη και το παρατηρούσε. Το σώμα του είχε δέσει πια από το καλό τριφύλλι και το σανό που έτρωγε κι όπως ήταν τώρα καθαρό, φάνταζε πιο όμορφο από ποτέ. Το δέρμα του καστανό μέσα σε όλη αυτή την ανοιξιάτικη φύση γυάλιζε από μακριά. Ζέσταινε τη ματιά σου και αυτή η χαίτη του όλο και πιο ξανθιά γινότανε..
*
Δεν είχε ακόμα τολμήσει να το καβαλήσει, όσο κι αν το επιθυμούσε. Θα ερχόταν κι εκείνη η ώρα όταν το άλογο θα ήταν έτοιμο. Μονάχα το παρατηρούσε. Ήταν και εκείνες οι σκοτούρες που είχε ο Πέτρος στο μυαλό του, που δεν του άφηναν χρόνο για ξεγνοιασιά. Όλη η φάρμα και οι δουλειές της περνούσαν από τα χέρια του. Μεγάλωσε πριν την ώρα του, κάτι που τον είχε κουράσει ψυχικά.
*
Σε ώρες απόγνωσης, έβγαζε το άλογο από το στάβλο, το έλυνε και το έβαζε μέσα στον περιφραγμένο χώρο. Εκείνο ήθελε μόλις λίγα δευτερόλεπτα για να αφηνιάσει και να αρχίσει να τρέχει πέρα δώθε. Δεν υπήρχε σημείο μέσα σε τόσα στρέμματα που να μην είχε πάει. Έσκιζε με τα πόδια του το πράσινο ψηλό χορτάρι, προσπερνούσε τον άνεμο και πήγαινε κατευθείαν στον ήλιο. Εκεί που η ματιά του Πέτρου δεν μπορούσε να δει καθαρά και όταν ήθελε να ξεκουραστεί λύγιζε τα πόδια και ξάπλωνε κοντά στη λιμνούλα. Απολάμβανε την δροσιά.
*
Και το χάζευε, πόσο νεύρο έκρυβε μέσα του αυτό το αδύνατο πλασματάκι. Ήθελε να επιβληθεί και στον άνεμο, έκανε μαγκιές και στα μεγαλύτερα άλογα. Το αγαπούσε καταβάθος, χωρίς να το παραδεχτεί και εκείνο μόνο του ήτανε. Όταν ο Πέτρος είχε προβλήματα, δεν ήθελε βοήθεια από κανέναν. Ούτε στην μάνα του δεν μιλούσε, ούτε στον αδερφό του, ήθελε πάντα να πιστεύει ότι ήτανε μόνος του. Φοβόταν κατά βάθος ότι κάποια στιγμή θα τους έχανε και εκείνους. Όπως έχασε τον πατέρα του. «Εγώ μπορώ και μόνος μου» έλεγε και ξανά έλεγε. Και ίππευε τα άλογα του μανιασμένα, όσο πιο δύσκολο το εμπόδιο μπροστά τόσο πιο πείσμα έβαζε με τον εαυτό του να το ξεπεράσει. Να κάνει ένα ακόμα άλμα. Δεν φοβόταν τον θάνατο, ή μάλλον τον φοβόταν τόσο πολύ που του πήγαινε κόντρα. Γι αυτό δεν ήθελε δεσίματα και δεσμούς καρδιάς. Απαρνιόταν τα πάντα και πονούσε διπλά.
*
Αυτή τη φορά δεν είχε κουράγιο ούτε στο φράχτη να σκαρφαλώσει. Αφού ακολούθησε τη συνηθισμένη διαδικασία να πάρει το άλογο να το λύσει και να το αφήσει ελεύθερο μέσα σε εκείνη την έκταση. Έκατσε να το χαζεύει από κάτω. Με τα δυο του χέρια ακουμπισμένα στο ξύλινο κάγκελο να στηρίζουν το κεφάλι του, το παρατηρούσε να ξεμακραίνει. Μία σκιά περιφερόταν στα γαλάζια μάτια του, μία σκιά που τα έκανε ακόμα πιο θαμπά. Έγνοιες πολλές στο μυαλό του, ήταν και κείνος ο αέρας που άρχισε ξαφνικά από τα πουθενά, παρέσερνε τα σύννεφα να κρύβουν όλο και πιο πολύ τον ήλιο. Και του μετάδιδε ένα τρεμούλιασμα, ένα ανατρίχιασμα στην ραχοκοκαλιά. Ήταν και κείνο το όνειρο την προηγούμενη νύχτα που δεν τον άφησε να κοιμηθεί. Ήταν και η παράξενη αίσθηση ότι βρισκόταν κάπου γύρω του εκείνη.
*
Είχε καιρό να την δει, να ακούσει το γέλιο της, να την μυρίσει. Τον είχε αφήσει, την είχε διώξει με τον τρόπο του, σημασία είχε πως ήτανε χωριστά. «Σε καλό μου σήμερα.. η ιδέα μου θα ναι» μονολόγησε και συνέχισε με το βλέμμα του να πλανιέται στο χώρο. Η εικόνα του αλόγου είχε χαθεί από ώρα, μα δεν το είχε καταλάβει. Απέμεινε να θυμάται την εικόνα της να έρχεται προς το μέρος του καβάλα στο άσπρο της άλογο και τα μαλλιά της να ανεμίζουν καθώς κάλπαζε πάνω του ρυθμικά. Απέμεινε να ψάχνει στο μυαλό του πως ήταν η αίσθηση από το άγγιγμά της στα μαλλιά του, λίγο πριν το δείλι..
(συνεχίζεται..)

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2008

Στου χρόνου τα γραμμένα..

Εκεί δεν έχει ακόμα νυχτώσει
κι ας νύχτωσε τόσο εδώ
των τόπων οι κρίσιμες ώρες
σπάνια συμπίπτουν.
Κάτι σαν φως και ούτε φως
η ώρα του εαυτού σου έχει πέσει.

Κάλπαζε.
Κάλπαζε αφηνιασμένο για ώρα… έπρεπε να φτάσει κάπου αλλά που; Απλά έτρεχε κόντρα στον άνεμο, τα τοπία εναλλάσσονταν το ένα μετά το άλλο διαδοχικά.. και εκείνο έσχιζε το πυκνό πράσινο χορτάρι.. πέρναγε γρήγορα δίπλα από τα δέντρα, σχεδόν πέταγε δεν άγγιζε το έδαφος.. μόνο για να πάρει ώθηση και ουπς πάλι ένα άλμα. Ξεμάρκαινε, όλο και πιο μακριά λεπτό το λεπτό ώσπου απέμεινε μία κουκίδα από την εικόνα του μόνο κόντρα στον ήλιο. Κόντρα και εκεί .. Επανάσταση.

Αυτό το άλογο από τη μέρα που το πήρε ήξερε ότι ήταν μοναδικό. Το ξεχώριζε από όλα τα άλλα. Ας είχε και πιο σπάνια, καλύτερης ράτσας και πιο ακριβά. Το ξεχώριζε ακόμα και από τον έβενο, το μαύρο το αιγυπτιακό.. Τι άλογο κι αυτό καταπληκτικό, μαύρο σαν την πίσσα, γυαλιστερό και μεγαλόσωμο, σωστός αυτοκράτορας μέσα στην φάρμα. Αλλά εκείνον τον είχε σημαδέψει το καφέ πουλάρι που είχε βρει στην αγορά πριν δύο μήνες. Μικρό, καχεκτικό, βρώμικο μα με κάτι μάτια κεχριμπαρένια, όλο φως. 

 Μόλις το είδε τον συγκλόνισε. Ατίθασο δεν καθόταν σε μία μεριά, το αφεντικό του που το είχε προς πώληση όλο το χτυπούσε γιατί φόβιζε τους πελάτες. Άγριο, αν μπορούσε να ξελυθεί, στοίχημα έβαζε ότι θα τον πάταγε με τα μπροστινά του πόδια σίγουρα τον τότε ιδιοκτήτη του. Όλο αυτό προσπαθούσε να κάνει και κείνος ο δόλιος όλο έτρεμε και πιο πολύ.. Προσπαθούσε να του επιβληθεί αλλά αυτό τίποτα, κάθε τόσο στηριζόταν στα δυο πισινά του πόδια και σηκωνόταν όρθιο. Όλο προσπαθούσε να ξελυθεί με τον ιδιοκτήτη όλο και τρομάζει περισσότερο. 

 Η όλη κατάσταση θυμάται του είχε φέρει πολύ γέλιο. Φανταζόταν τον ανθρωπάκο που το είχε, να παρακαλάει Θεούς και ανθρώπους για να αγοράσουν το άλογο, να το ξεφορτωθεί μία ώρα αρχύτερα. Σίγουρα θα το έβλεπε στον ύπνο του, εφιάλτες με το άλογο να τον κυνηγάει μανιωδώς. Καθώς είχε περάσει από δίπλα του τον είχε ακούσει να το αποκαλεί «ορφανό» μαζί με άλλες βρισιές.

Λέξη που τον πλήγωσε, του είχε θυμίσει τον εαυτό του.. Τον πατέρα του που τους είχε αφήσει για μία άλλη γυναίκα. Την μάνα του που ξενοδούλευε μέχρι μεγάλη για να τους ζήσει. Του θύμισε πολλά. Πριν προλάβει και πάλι ο ιδιοκτήτης να σηκώσει το μαστίγιο για να βαρέσει ακόμα μία φορά το άλογο, τον σταμάτησε. 

* Ρώτησε πόσο κάνει και χωρίς δεύτερη σκέψη το αγόρασε. Παρά τις ενστάσεις του ανθρωπάκου, ότι είναι πάρα πολύ μικρό σε ηλικία, ότι είναι άγριο γιατί η φοράδα που το είχε γεννήσει ψόφησε, ότι δεν θα δεχτεί να του το επιστρέψει την επόμενη εβδομάδα.. εκείνος του άφησε τις είκοσι χιλιάδες πέννες που κόστιζε το άλογο και έκανε νόημα στον βοηθό του να το πάρει μαζί τους.

(συνεχίζεται)

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2008

Τετάρτη 6-2-08

Τετάρτη 6-02-08
*
* * Η σκέψη σκαρφαλώνει κ' αυτή σε δυο λέξεις...κουρνιάζει ώρες εκεί...
Μια ασημόσκονη σταγόνα τρεμουλιάζει , αστράφτει... και μέσα της εσύ...σταγόνα
που σκάβει το μάγουλο...

Όλα γύρω μονιάζουν ήρεμα... Όλα σήμερα είναι ήρεμα, μία συνηθισμένη μέρα που έκανε το ντεμπούτο της με λίγη βροχή ίσα- ίσα για να σκορπίσει παντού χιλιάδες γυάλινες χάντρες από το φόρεμα της να τραβήξει την προσοχή όλων. Nα τη τώρα, έχοντας καταφέρει και αυτό το καπρίτσιο της, να μας χαμογελάει, με έναν ήλιο νυσταγμένο ακόμα καθώς είναι πρωί.. * Και όλος ο κόσμος μες τον πανικό, λίγη βροχούλα έπεσε και κίνηση τεράστια δημιουργήθηκε.. ο ύπνος έγινε βαρύς.. θηλιά το μαξιλάρι πως να σηκωθείς από τέτοια παγίδα.. έκανα να χαμογελάσω μα μάταια.. με φοβίζει η σημερινή μέρα με στεναχωρεί .. και αφέθηκα να χαζεύω τις χάντρες της μέρας.. με πόση ευχαρίστηση της έριχνε και με τι χορό της σκόρπιζε τριγύρω.. άραγε να ‘τανε κάποιο βαλς ή κάποια στενάχωρη ρούμπα..
*
Φαντάστηκα την "μέρα" στην μορφή μιας ντάμας.. μιας ντάμας μελαγχολικής με σώμα λυγερό και πόδια όλο χάρη, βήματα συγχρονισμένα να κάνει σε μορφή τετραγώνου, δύο πίσω - δύο μπροστά και ύστερα η στροφή. Να λυγίσει το κορμί περνώντας κάτω από το χέρι του καβαλιέρου της σε μια στροφή όλο χάρη όλο πάθος.. κρυφό πάθος.. Σε μία δόση έρωτα.. αν όχι έρωτα, λαγνείας σίγουρα.. Η μία στροφή να φέρνει την άλλη με τον ίδιο ρυθμό, με το ίδιο λάγνο βλέμμα, με το ίδιο κρυφό πάθος και ύστερα πάλι το βλέμμα το θλιμμένο και το κορμί να φυλακίζονται στην αγκαλιά του καβαλιέρου, εκείνος να της προστάζει να την κατευθύνει στα επόμενα βήματα..
Η ντάμα να 'ναι άραγε η "μέρα" και ο καβαλιέρος η "ζωή" μας.. εκείνη μας κατευθύνει κι εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα Συνεχίζουμε τα βήματα δύο πίσω.. δύο μπροστά και ύστερα η στροφή σε αυτή τη σημερινή μελαγχολική ρούμπα.. και εγώ να πρέπει να συνηθίσω ότι έχασα την γιαγιά μου και ότι σήμερα δεν θα έχει ούτε τόπο να αναπαυτεί.. τόπο όπου θα μπορώ να της μιλάω, να κάθομαι για να αγναντεύουμε μαζί τον ουρανό.. Δεν ξέρω αν είμαι χειρότερη ή καλύτερη που δεν μιλάω και σωπαίνω.. μα δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο.. λικνίζομαι μέσα σε τόσα συναισθήματα και τόσες γυάλινες χάντρες που και να φωνάξω κανένας δεν θα με ακούσει.
Όλοι κοιτάνε το χορό, κανείς δεν κοιτάει μέσα στα μάτια της ντάμας.. Και η ντάμα δείχνει με τα χέρια της αγγίζει τον αέρα τον χαϊδεύει, μακάρι να χάιδευε και την ψυχή της γιαγιά μου.. Από σήμερα στην θέση της θα υπάρχει κενό.. το καντήλι δεν θα το ξανά ανάψω και θλίβομαι πολύ γι αυτό.. την εικόνα της δεν θα την ξανά χαϊδέψω..
είμαι χαζή το ξέρω.. αρνούμαι να παραδεχτώ ότι έχει φύγει... συγχωρέστε με.. λέω να σωπάσω λιγάκι..
( Οι πρώτοι στίχοι από το ποίημα του Καβάφη Χρυσοπράσινη σιωπή)