Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

Όνειρο ήτανε... (τέλος)


Με την πλάτη να ακουμπά στο μαξιλάρι μισοσηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και προσπάθησε να φέρει στο μυαλό της τις λεπτομέρειες της χθεσινής μέρας αλλά και της νύχτας που πέρασε.
*
*
*
*
Προσπάθησε να βάλει σε μία τάξη τις σκέψεις της. Πολλά συνέβησαν χθες.. πολλά και περίεργα. Η μέρα από το πρωί φάνταζε άσχημη, κακόκεφη και πικρή, καφές διχως ζάχαρη.
Ανυποψίαστη δεν της είχε δώσει καθόλου σημασία, πάντα πήγαινε με τα νερά της , ποτέ δεν την απασχολούσαν οι μικρό συμπτώσεις..έτσι τις αποκαλούσε.. άσχημη μέρα ήταν θα περάσει. Στην δουλειά πήγε αν και άρρωστη με πυρετό, ήξερε ότι δεν είχε δικαίωμα να αρρωστήσει, να ζητήσει άδεια. Έτσι δεν χρειάστηκε δεύτερη σκέψη για το αν θα πάει ή όχι.. σηκώθηκε πρόθυμα ντύθηκε ζεστά και πήρε μαζί της μία δεύτερη ζακέτα για καλό και για κακό, απάγκιο στον δυνατό αέρα που φυσούσε έξω με ορμή. Οι ώρες περάσανε αργά , αλλά περάσανε δόξα το Θεό , με τον πυρετό να κάνει παιχνίδια στο κεφάλι της κάθε τόσο.

*
*
*
**
Στο τρένο για τον γυρισμό , ταξιδιάρικη η ψυχή της έκανε όνειρα.. Είμαι καλά έλεγε και έπλεκε με τα χέρια της ,σκέψεις γλυκές για κείνην.. Τόποι περνάγανε γρήγορα μπροστά από τα μάτια της, εκείνη κράταγε τα φώτα, τα χρώματα τους ανθρώπους, τα παιδιά... Ένα σπίτι σκέφτηκε, μόλις τελειώσω με το αμαξι θα πάρω ένα σπίτι. Ένα σπίτι με γκαράζ.. για να αποθηκεύω εκεί τα μέσα της φυγής μου.
*
*
*
*
Έφτασε σιγοτραγουδώντας ένα γλυκό ρεφρέν
*
*
"όσα έχουν μείνει ακόμα να σου πω
τόσα που δεν χωράν σε χίλιες λέξεις
σου δίνω δώρο την αγάπη μου ξανά
και τα πιο ομορφα τραγούδια μου να παιξεις

να 'σαι καλά και να αγαπάς.."

*
*
*
Η διάθεση ονειροπαρμένη, έτοιμη για ταξίδι και έξω σουρούπωνε, η πιο γλυκιά ώρα.. ο ουρανός, στο μελί , στο κόκκινο, στο πορτοκαλί. Το γαλάζιο να γίνεται όλο και πιο ζεστό , όσο απέμεινε τουλάχιστον στον ουρανό, γιατί το πολιορκούσαν τα χρώματα κι αυτό όλο και ντρεπότανε όλο και ροδίζανε τα μάγουλα του.. Ανέβηκε λίγο στην ταρατσούλα της να ποτίσει τα λουλούδια και έκοψε δυο γαρύφαλα σ' ένα κλωνάρι να τα πάει στην Παναγιά για δώρο στην εικόνα μπροστά .

*
*
*
**
Έτσι και έγινε.. με τα πόδια πήγε όπως παλιά.. όπως τότε πριν χρόνια που έτρεχε έξω από την εκκλησία να συναντήσει την παιδική της φίλη κι αργότερα για να κλέψει ένα φιλί στα σκοτεινά από το αγόρι της, κρυφά μην την δει κανείς κοντά στη γειτονιά..
Ύστερα το τρέξιμο για να γυρίσει γρήγορα στο σπίτι , να μην φωνάζει ο πατέρας και έτρεχε και πήδαγε το πεζούλι σαν κατσίκι, δεν πήγαινε από τα σκαλιά δεν προλάβαινε..
Και το καλοκαίρι που πέρασε ο άνεμος εκεί την περίμενε για να πάνε για μπάνιο, καθισμένος σε εκείνο το πεζούλι.. Πόσοι άνθρωποι είχαν περάσει από αυτή την εκκλησία και πόσοι την αγαπήσανε , πόσοι όρκοι δοθήκανε και πόσοι γίνανε πραγματικότητα για μια αιώνια ζωή..
*
*

Το κέράκι άναψε και η ευχή έγινε σαν τα γαρύφαλα, δύο σε ένα κορμί, δύο άνθρωποι να είναι ένα και αφέθηκαν κάτω από την εικόνα..
*
*
*
*

Κι όταν το βράδυ ο πυρετός υποχωρούσε , τόλμησε να αποκοιμηθεί.. Εκείνη κατάφερε να σεργιανίσει στις μυρωδιές της νύχτας. Μίλησε, γέλασε, άκουσε στενάχωρα πράγματα, βοήθησε όσο μπορούσε και όταν μισοχάραξε γύρισε πίσω.. Είχε χορτάσει από τόσες στιγμές.. ήθελε να αποσυρθεί! και να σου εκείνο το όνειρο ήρθε απρόσκλητο και της κράτησε συντροφιά μέχρι το πρωί.. και μία φράση ακόμα σεργιανίζει στο μυαλό της..

εσύ εγώ και η Αγάπη

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2008

Όνειρο ήτανε..

Όνειρο Παρασκευής..
εσύ.. στην αγκαλιά σου εγώ με σκέπαζες να μην κρυώνω.. σε σκέπαζα και εγώ..
σχεδόν σε αγκάλιαζα..
*
*
Όνειρο απογευματινό ήταν λέω θα περάσει..
Βγήκα γύρισα μίλησα και πριν χαράξει η ώρα στα σκεπάσματα μου βρέθηκα και πάλι..
όνειρο ακολούθησε πάλι γλυκό χωρίς να το μελετήσω σε εκκλησία βρέθηκα κάτασπρη.. τεράστια όπως πάντα την ονειρευόμουν..
πολλά σκαλιά ανέβηκα και κόσμος πολύς με περίμενε..
εγώ για άλλους νόμιζα ότι ήτανε και εκείνοι εμένα περιμένανε
και βρέθηκα να κρατάω με τα χέρια μου το φορεμά μου, χαμήλωσα τα μάτια
άσπρο ήταν και αυτό
*
*
Φωνή άκουσα από το κέντρο της εκκλησίας ρώτησε ποιος είναι εδώ για μένα;
από τα δεξιά ήρθες, ανάμεσα στο πλήθος ήσουνα, στα αριστερά μου πήγες και έκατσες..
και ήσουν εσύ..
πάλι εσύ ο άνεμος μου στα άσπρα ντυμένος ..
*
* Και ύστερα μάτια μου χάθηκα σε παιχνίδια της φαντασίας και πάντα δίπλα εσύ
όπου και αν πήγαινα
ότι και αν έκανα..
μου είπες να φύγουμε μαζί μα όχι σου απάντησα..
αρκετά πέρασα σκεφτόμουν ακόμακαι στα όνειρα μου..
Η θλίψη μου κάνει παρέα ακόμα και εκεί
σε ένα πεζούλι έκατσα και δίπλα μου εσύ, στα αριστερά μου,
σε ακουμπούσα και με ακουμπούσες και απέναντι μας η Αγάπη η φίλη μου,
μου μίλαγε για σένα..
*
*
*
Εγώ εσύ και η Αγάπη...
πάλι παρασύρθηκα σε αβέβαιο χορό ονείρων ταξίδεψα..
και το πρωί ξύπνησα με αυτή τη σκέψη συντροφιά ..
*
*
Εσύ εγώ και η Αγάπη!!
(συνεχίζεται)

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2008

Happy..


Μέρα καλοκαιρινή προορίζεται η σημερινή, ανοιξιάτικη γεμάτη χρώματα και αρώματα. Ο ήλιος σήμερα ευγενικός, διπλωμάτης ούτε καίει έντονα με τις αχτίδες του αλλά ούτε απουσιάζει. Διακριτικά προδίδει την παρουσία του με τρόπο ρομαντικό, αφήνει να ξεχυθούν τα χρώματα από τα λουλούδια και από τα κτίρια που σκεπάζει με το πέπλο του. Αναδεικνύει με το μοναδικό του τρόπο άλλες όψεις των κτιρίων που δεν έχω παρατηρήσει. Η αρχιτεκτονική και η δόμηση τους ακόμα και οι ατέλειες που μπορεί να έχουν δημιουργηθεί με την πάροδο του χρόνου είναι τώρα πιο εμφανείς, βοηθάνε το μυαλό να ταξιδέψει. Να διεισδύσει στη σκέψη των αρχιτεκτόνων και να δημιουργήσει νοητά ένα κτίσμα, ένα σπίτι.. Παραδίπλα σπίτια καινούργια σου φέρνουν εικόνες που ανήκουν στο παρελθόν. Σκέφτεσαι τον προκάτοχο τους, πως ήταν , η αυλή τους με τα δέντρα, οι άνθρωποι που κατοικούσαν.

Δημιουργεί επιπλέον σκιές και πάνω στα λουλούδια, στα δέντρα, καθώς πέφτει πάνω στα ευαίσθητα πέταλα των λουλουδιών ακόμα και το πράσινο φαίνεται πιο έντονο πιο ζωηρό.. Ο δρόμος μπροστά μου ξανοίγεται φωτεινός Εύθυμα ξύπνησε σήμερα ο Θεός και έριξε το χαμόγελο του και κατά εδώ σκέφτομαι καθώς προχωρώ νωχελικά.
Κοντεύει μεσημέρι και τα μάτια μου παλεύουν να κρατηθούν ανοιχτά να αποτυπώσουν εικόνες και ανθρώπους. Τεντώνομαι και χαμογελώ, ο ήλιος και η σημερινή γαλήνη του μου μεταδίδουν μία διάθεση ονειροβάτη.. μυρωδιές ξεχειλίζουν από τα παράθυρα καθώς εισέρχομαι στο σπίτι που θέλω να φτάσω στον προορισμό μου.. Γύρω μου το τοπίο οικείο.. άσπροι τοίχοι υπερυψωμένοι , μία αυλίτσα τρία επί τρία μπορεί και λιγότερο και όλα τακτοποιημένα. Πιο μέσα σε μία απλώστρα αυτοσχέδια τοποθετημένα ασπρόρουχα για να στεγνώσουν. Η Μητέρα ετοιμάζει από το πρωί χίλιες δυο λιχουδιές βλέπεις μέρα μεγάλη η σημερινή των Θεοφανίων και το σπίτι θα ανοίξει για συγγενείς και γνωστούς. Ανεβαίνω ένα ένα τα σκαλιά και αφήνω πίσω μου τις γλαστρούλες με τα λουλούδια που έχει στολίσει στο κάθε σκαλοπάτι. Να μία όρτανσία και μία γαρδένια να σου και η τριανταφυλλιά και τελευταίο το γεράνι.

Φτάνω σε απόσταση αναπνοής από την καφέ πόρτα , κοιτάζω επίμονα το χερούλι της πόρτας θέλωντας με την ματιά μου να το κάνω να ανοίξει. Η φωνή της αντηχεί σε όλο το σπίτι.. τραγουδάει ένα γλυκό σκοπό.



Μπαίνω μέσα και ένα χαμόγελο προλαβαίνει να με υποδεχτεί μαζί με ένα φιλί και μία αγκαλιά. Το πρόσωπο της λάμπει και ας έχει σηκωθεί από τα χαράματα για να μαγειρέψει όλα αυτά τα καλούδια.. Που στην όψη τους χάνω κάθε σκέψη κάθε ειρμό και το μόνο που ακούγεται από την φωνή μου είναι «μμμμμμμμμμμμμμμμμ»

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2008

it's my birthday

Σήμερα είναι τα γενέθλιά μου..
Αισίως μπήκα στα 24



Θα ήθελα να το μοιραστώ εκτός από τους δικούς μου φίλους.. και με τους ανθρώπους που συμπαθώ πάρα πολύ μέσα από το μπλοκάκι μου!!!



Ένα λουλουδάκι για όλους τους γνωστούς άγνωστους που μου κρατάνε παρέα... και η παρουσία τους είναι πολύτιμη για μένα!!!





φιλάκια πολλά!!!

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2008

Μέρα και αυτή.. για να μιλήσω με μένα

Και η ώρα της έμπνευσης έρχεται μόνη της απροειδοποίητα χωρίς κάτι ιδιαίτερο..

Ταιριάζει με τη μελαγχολία συχνά και εκείνης κάτι της λείπει.. και κλείνεσαι μέσα σε ένα γραπτό, γράφεις γράφεις και θέλεις τόσα να πεις και άλλα τόσα που δεν θα καταφέρεις να τα διατυπώσεις. 'Αλλα τόσα που θα χαθούν στη χωρίς σημασία στιγμή, στο δάκρυ που κύλησε στην τυχαία ματιά σου στο κενό, στο λιγοστό φως που μαζεύτηκε στο παράθυρο σου ξεγελώντας τις τεράστιες πολυκατοικίες που ορθώνονται δίπλα του θέλοντας να το φοβίσουν να το διώξουν.. στο τυχαίο κοίταγμα της ώρα και της ημερομηνίας στο ρολόι σου.. 8 Ιανουαρίου.. Κάποτε το 8 ήταν ο τυχερός μου αριθμός..*
Τώρα δεν ξέρω τι πρέπει να κλείσω μέσα στη λέξη "τύχη" για να καταλάβω τι ορίζει.. Ανάκατες οι εικόνες που περνάνε μπροστά στα μάτια μου, και ανάκατα τις περιγράφω δεν ξέρω τι μου λείπει πιο πολύ ή τι με κάνει χαρούμενη.. ξέρω μόνο πως ψάχνω την ελπίδα σε μια νότα μουσική, τη δύναμη στη ζέστη αγκαλιά που παρέχει το σάλι μου, την λάμψη στα μάτια, στα τριαντάφυλλα που με κοιτάζουν ακίνητα τόση ώρα απέναντι μου εγκλωβισμένα σε εκείνο το μαύρο μοντέρνο βάζο..*
*
Ήταν από μέρες παρμένη στον κόσμο της.. το βλέπανε όλοι ήταν εμφανές τα σημάδια στο αλλόκοτο από άλλες φορές βλέμμα της.. Είχε χαθεί από φίλους και γνωστούς, μίλαγε μόνο για δουλειά και υποχρεώσεις.. ποια η Εύα που το μόνο που την ενδιέφερε ήταν ο έρωτας, τα χαμόγελα, οι βόλτες και να αναπολεί για ώρες και ώρες τις ωραίες στιγμές της ζωής της.. κλεισμένη μέσα στην αγκαλιά της φίλης της, καθισμένες σε δυο σκαλάκια σε κάποια γειτονιά του Πειραιά να φωνάζει «ωω Θεέ μου τον αγαπώ… τον αγαπώ… τον αγαπώ»
Και η αλλαγή ξαφνική: πρόγραμμα, διάβασμα και δουλειά.. πιστή στις υποχρεώσεις της. Να προσπαθεί να προφτάσει τον χρόνο, να φανεί επαγγελματίας, στιλπνός εκτελεστής. Μα δεν της ταίριαζε καθόλου. Πέρασαν δυο και τρεις ημέρες μέχρι που πήρε να φωτίσει το βλέμμα της με εκείνη την γλυκιά μελαγχολία του παιδιού, που άλλα θέλει να κάνει μα άλλα κάνει επειδή του το έχουν επιβάλει με το ζόρι. Μα σιγοφτάνει η στιγμή που θα κάνει το δικό του.. θα ξεφύγει έστω και λίγο από τον κύκλο των κανόνων..*
Μελαγχολία και ένα φως περίεργο ξεχύνονταν από τα μάτια της. Δεν μίλαγε σε κανέναν.. τι να πει άλλωστε ούτε εκείνη ήξερε τι είχε.. Μόνο έδειχνε ότι είχε ξεπεράσει όλα της τα προβλήματα .. αλλά όπως είπα έδειχνε.. Και ήρθε η στιγμή που η λογική ένοιωθε μόνη της, είχε συνηθίσει 23 χρόνια τώρα να κάνει παρέα με το συναίσθημα, μαζί να μιλάνε και να πλέκουν σενάρια και όνειρα.. όνειρα απατηλά..
*
Τώρα και κείνη τα έβλεπε όλα ανυπόφορα να τα κάνει μόνη της κι όταν κουράστηκε πια το σώμα και το μυαλό από όλα αυτά τα «πρέπει».. βρήκε τρόπο να ξεγλιστρήσει και να μιλήσει με την καρδιά για το συναίσθημα, για πράγματα σημαντικά

.. 
Γιατί οι πιο μεγάλες κουβέντες να λέγονται τις πιο δύσκολες ώρες..;; 
Γιατί η αγάπη να φαίνεται πάντα καθαρά μετά την μπόρα;; 
Γιατί να θυμάμαι κάτι που δεν κάνει.. κάτι που πρέπει να ξεχάσω;; 

Ήξερε πολύ καλά η λογική τι θα ρωτήσει την καρδιά για να την κάνει να μιλήσει, να ανοιχτεί λιγάκι.. και έπαιξε παιχνίδι δύσκολο.. 
Και τα μάτια της Εύας γέμισαν από λέξεις.. λέξεις διάφανες.. γυαλιστερές που θέλανε τόσα να πουν και όμως δεν τα άφηνε.. δεν τους επέτρεπε να μιλήσουν.. ήταν μάταιο.. 
Ύστερα πήρε τη σειρά της η σκέψη και μίλησε μέσα από την Εύα, φωνή δεν είχε να ακουστεί είχε όμως άλλα μέσα για να την κάνει να καταλάβει.. να καταλάβει όμως τι;; Εκείνη η καημένη έδινε όλο και πιο πολύ κάθε φορά.. δεν ήξερε τι ήταν το λάθος και τι το σωστό στην αγάπη.. ήθελε μόνο να έχει κάποιον να φροντίζει να νοιάζεται.. πως μπορεί κάτι τέτοιο να είναι άσχημο; 
Αφού μιλήσανε με τις ώρες για πράγματα αληθινά για πράγματα που σκεφτότανε κάθε στιγμή της μέρα της, αναρωτήθηκε.. 

Πως γίνεται να είσαι τα πάντα για έναν άνθρωπο, το οξυγόνο του και την άλλη στιγμή να είσαι κάτι τόσο μικρό.. 
Γιατί η ευτυχία να κρατάει τόσο λίγο και η θλίψη τόσο πολύ, πως γίνεται να αντιστρέψουμε τους όρους αυτούς.. 

Μάταια έψαχνε.. "μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται" έλεγαν οι παλιοί.. μα ψεύτικο φαντάζει μέσα στα μάτια της Εύας. 
Πως γίνεται να έχεις χαθεί και να είσαι ακόμα εδώ στην καρδιά μου.. 
Πως γίνεται να έχω δει τόσα με τα μάτια της λογικής, πράγματα επώδυνα, που αφήνουν σημάδια στην ψυχή και να περνάει ο καιρός να κλείνουν οι πληγές και η ψυχή να λέει ακόμα «σ’ αγαπώ..» 

Όπως τότε σε εκείνα τα μικρά δύο σκαλάκια κάποιο απόγευμα της Άνοιξης.. 

Σε λίγες μέρες φτάνουν τα γενέθλια μου, θα έρθουν και θα περάσουν και αυτά.. όπως και οι γιορτές , τα γενέθλια σου, η γιορτή σου.. απλά φοβάμαι..

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2008

Θύμηση

Άραγε πόσο διαρκεί μία θύμηση;
Κι αν υπάρχει, τι θυμάσαι από μένα ή τι θες να θυμάσαι;

Κλειδωμένο συρτάρι...


Θυμάσαι;

«Οι άνθρωποι είναι μαζί όταν δε θέλουν να έχουν χώρια τίποτε». Δική σου κι αυτή η φράση. Όμως εμένα με είχες απ' έξω από τη σιωπή των κλειδωμένων μυστικών σου, σ’ εκείνο το συρτάρι όπου η περιέργεια μου δεν είχε πρόσβαση.

Τότε σου θύμωνα. Σταθμευμένα τα όνειρα σαν άχρηστα βαγόνια σ’ ένα σταθμό όπου όλο ανέβαλλες την άφιξη σου. Για χρόνια υπήρξα θυμωμένη, με δυο θυμούς: ένα για τη γυναίκα που έγινα κι ένα για το παιδί που ήμουν και του αρνιόσουν το δικαίωμα να μεγαλώσει και να σε ονειρεύεται.
Θυμάσαι;

«Άσε με να διαβάσω τι έγραψες», επέμενα ισχυρογνωμοσύνη του παιδιού που δεν πτοείται μπροστά σε μιαν απαγόρευση.
«Όχι ακόμη. Δεν είναι έτοιμο».
«Άσε με να δω πως βγαίνει το συναίσθημα ακατέργαστο από μέσα σου. Άσε με να δω την πρώτη ύλη της ψυχής σου. Ξένη είμαι εγώ;»

Εσύ όμως βιαζόσουν να κλειδώσεις το χαρτί μες στο καταραμένο αυτό συρτάρι.
Πώς φτιάχνεις μια ιστορία από την ελεημοσύνη του καιρού, από τα λίγα χνάρια που αφήνει κάποιος πίσω του; Υποθέτω και φαντάζομαι. Η σκαπάνη της σκέψης χτυπάει και ανοίγει τραύματα. Δύσκολο να διαβάσεις την τράπουλα της μνήμης. Κι όταν τραβάς χαρτί, πάντα πονάς ή νοσταλγείς. Ποτέ δεν αντικρίζεις κάτι αδιάφορο.
Εικόνες, ήχοι, λέξεις… «Μέθυσε απόψε η βροχή…» «Πάνω κι απ’ την αγάπη είναι το χρέος.» Κι απ’ την αγάπη; Χρειάζεται να εξασκηθεί το μάτι της ψυχής για να μπορέσει να διαβάσει τα σημάδια τους… Χρειάζεται να ζήσει και να δει πολλά.
«Πάνω κι απ’ την αγάπη είναι το χρέος.» Τι αλλόκοτη αφιέρωση και τούτη! Η φωτογραφία κιτρινισμένη, σα να την είχε κάψει με το άγγιγμα του ο χρόνος. Τα γράμματα ταραγμένα. Το χέρι που τα έγραψε βιαζόταν. Η φράση έφερνε στα αρχαία ρητά. Κουβέντα που ήταν πυξίδα ζωής και άγραφος νόμος. Το έλεγε η μάνα σου, το έλεγε ο πατέρας σου, ήταν ο υπέρτατος κανόνας όλης της Μάνης. Ποιος τολμούσε να την αμφισβητήσει, να σταυρώσει τα χέρια αντίκρυ της ή να της γυρίσει αδιάφορα την πλάτη;
Αχ, και να ‘ξερα τότε πόσα τραύματα έκρυβες στη ψυχή σου! Θα έβρισκα τρόπο να τρυπώσω στα φυλλοκάρδια σου για να φιλήσω τις πληγές σου μία ώσπου να γιάνουν.