Σάββατο 28 Ιουλίου 2007


Να ταξιδεύει και να 'ρχεται κοντά σου... ΠΑΝΤΑ!!

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2007

Λέξη κλειδί "Ελευθερία"

«Ελευθερία, Λευτεριά, Ελεύθερος –η»

Λέξεις με βαθύ νόημα. Όλος ο κόσμος μπορούσε να γνωρίζει μερικές από τις έννοιες της ελευθερίας. Λέξη ξακουστή, πολύτιμη.. ηχούσε δυνατά στο μυαλό των ανθρώπων από την αρχαιότητα. Μυθικοί πόλεμοι είχαν γίνει για την επίτευξη της..

Της Εύας όμως είχε κολλήσει το μυαλό της, πως θα μπορούσε να γράψει ένα άρθρο για την ελευθερία με 500- 600 λέξεις; Όλα της φαίνονταν βουνό. Όμως δεν μπορούσε με τίποτα να ξεφύγει .. Ήταν η εργασία που της είχε ζητήσει ο καθηγητής στη σχολή και έπρεπε να την παραδώσει το πολύ μέσα σε μία εβδομάδα, ήταν και η διάθεση που ήταν βαριεστημένη, κι όλα χειροτερεύανε . Που να έτρεχε τώρα για να βρει πληροφορίες για ένα τόσο αόριστο θέμα..

Για να πείσει τον εαυτό της ότι ήταν πρόθυμη να περάσει και αυτό το μάθημα, ντύθηκε γρήγορα, πήρε το απαραίτητο τετράδιο και δύο τρία μολύβια και στυλό και ξεκίνησε. Στο δρόμο η πρώτη ερώτηση που έκανε στον εαυτό της δυνατά ήταν.. «που έπρεπε να πάει;» Μα που αλλού, Στη Βιβλιοθήκη!, εκεί μέσα θα έβρισκε την ετυμολογική σημασία της λέξης αλλά και πλούσιες σημειώσεις για να συνεχίσει να διαμορφώνει το άρθρο της.

«Μα στη Βιβλιοθήκη ;;» γκρίνιαξε το μυαλό και της έφερε εικόνες από θάλασσα. Ο αέρας μύριζε αλάτι και κύμα.

«Καλή αρχή κάνουμε», είπε βαριεστημένα και κίνησε για τη δεύτερη επιλογή τη θάλασσα..

Μισή ώρα αργότερα ένα σημείο λίγο έξω από το Φλοίσβο ήταν ότι καλύτερο μπορούσε να διαλέξει. Ένα μέρος πιο απόμακρο, αποτραβηγμένο από τον πολύ κόσμο, δοσμένο μόνο στον ήλιο και στη θάλασσα. Παραλλαγές χρωμάτων και αντιθέσεων , σε ένα πολύ ταιριαστό ζευγάρωμα. Καθώς προχωρούσε για να βρει μία θέση στα βράχια να κάτσει. παρατηρούσε ευλαβικά τη φύση. Όλα συνυπήρχαν τόσο σωστά δοσμένα που σε προκαλούσαν να κερδίσεις όλο και περισσότερα όρια μέσα στο τοπίο. Ο ήλιος και η θάλασσα φαινόταν να είχαν γερό καβγά και δεν δίνανε και πολύ σημασία αν υπήρχαν θεατές σε αυτή τη διαμάχη. Σαν να μάλωναν μεταξύ τους αυτοί οι δυο ..θέλοντας.. να διασφαλίσουν σε ποιον ανήκει εκείνο το σημείο.

Ο ήλιος από ψηλά περήφανος, επιβλητικός έκαιγε με τις ακτίνες του το πάνω μέρος απ’ τα βράχια. Κι η θάλασσα με τη σειρά της απρόβλεπτη, ανήσυχη προσπαθούσε να κυριαρχήσει πάνω τους. Έφευγε και ερχόταν με ορμή. Χτυπούσε πάνω τους θέλοντας να τα ταρακουνήσει να τους δείξει ότι σε εκείνη ανήκουν.. Κύματα μεγάλα και μικρά, θυμωμένα, γεμάτα αφρούς αλλά και πιο ήρεμα χτυπούσαν πάνω σε εκείνο το κομμάτι γης και γέμιζαν την ατμόσφαιρα με σταγονίδια αλμυρού νερού, πολύχρωμα διαμάντια όπου με την βοήθεια του ήλιου γυάλιζαν ακόμα πιο πολύ. Κι ο ήλιος από τη πλευρά του παιχνίδια με τα σύννεφα βάλθηκε να κάνει, μία να λάμπει πιο πολύ και μία να μισοκρύβεται. Κι όλα να παίζουν με το φως και τις σκιές.. Κι αυτά τα σύννεφα τα πονηρά, διάφορα σχήματα να παίρνουν να προσπαθούν να τραβήξουν το βλέμμα από τη γη πάνω τους, να δείξουν στα βράχια τι τυχερά που είναι που έχουν τον ήλιο δίπλα τους.

Στο σημείο που βρήκε να κάτσει η Εύα τα κύματα δεν μπορούσαν να την φτάσουν.. Έτσι δεν χρειαζόταν να ανησυχεί να μην βραχεί αλλά μπορούσε να μυρίζει έντονα την αλμύρα. Ρούφηξε λίγο ακόμα οξυγόνο και άνοιξε το τετράδιο να προσπαθήσει να γράψει, να κάνει την αρχή για την εργασία. Τρεις λέξεις κατάφεραν να σημαδέψουν την πρώτη σελίδα:

ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ.

Έτσι μπορούσε η καρδιά της να αποτυπώσει αυτό που ένοιωθε. Κοίταγε προσεκτικά κάθε λεπτομέρεια κάθε υφή από τον σκληρό βράχο, από την τσαλακωμένη επιφάνεια της θάλασσας μέχρι το πιο απαλό χάδι του ήλιου.. Όλα μαζί κάνανε την διαφορά , όλα μαζί και τίποτα την ίδια στιγμή.. αρκούσε μόνο να σκεφτείς από πια πλευρά θα κοιτούσες τα αγαθά που είχες δίπλα σου.. συνέχισε να γράφει. Γιατί τι θα ήταν η ελευθερία παραπάνω από όλα αυτά που έχουμε σήμερα δίπλα μας;

Οι άνθρωποι δεν το καταλαβαίνουν αυτό πια. Δεν ξέρουν να απολαμβάνουν την κάθε στιγμή την κάθε κίνηση, την κάθε ανάσα. Αυτό είναι ελευθερία να μπορώ να σε αγγίζω, να μπορώ να μιλάω να μην φοβάμαι να εκφραστώ να φεύγω και να έρχομαι όποτε θέλω εγώ.. σαν κύμα σε ακτή..

Μα ναι, τι πιο ωραίο παράδειγμα από την θάλασσα.. ποιος άραγε θα μπορούσε να την φυλακίσει , να της αλλάξει σχήμα και ροή.. Ποιος θα μπορούσε να προβλέψει τις αλλαγές της και τα μυστήρια που κρύβει. Σήμερα ήταν ντυμένη σε χρώμα μπλε σκούρο και ανήσυχη, ανάγλυφα σχέδια εμφανίζονταν καθώς φούσκωνε και ορμούσε προς την ξηρά. Κι αν ξαναρχόσουν μία άλλη μέρα ίσως να την έβλεπες με γαλάζιο ανοιχτό σάρι ή ακόμα και με πράσινο, μπορεί και μαύρο αν είχε έρθει η ώρα που σκοτεινιάζει ο ουρανός.

Το χτύπημα των φτερών από το πέταγμα ενός γλάρου, την έκανε να σταματήσει να πληγώνει άλλο το χαρτί με το μικρό μαύρο μολύβι. Πέρασε σχεδόν πάνω από το κεφάλι της και χάθηκε βαθιά μέσα στη θάλασσα. Ύστερα έκανε μία στροφή και κατευθύνθηκε πάλι προς την ξηρά κοντά εκεί που η θάλασσα γεμίζει αφρούς... Ήταν ένας μικρόσωμος γλάρος, που πετούσε πότε ψηλά και πότε χαμηλά δίπλα στην ακτή.. σήκωνε το κεφάλι του σαν να περιφρονούσε τη γη και τους θνητούς και ανέβαινε ψηλά, πολύ ψηλά στον ουρανό τυλιγμένος μέσα σε άσπρα και γκρι πούπουλα.. Ανέβαινε στον ουρανό σαν μικρός αρχαίος θεός και έπειτα μετά από λίγο ερχόταν η πτώση , πότε κάθετα, πότε με άλλον τρόπο κατευθείαν στην θάλασσα για να μπορέσει να βρει την τροφή του. Πετούσε και έκανε στροφές ξανά και ξανά..

Η Εύα πότε περίμενε να δει μία ολόκληρη στροφή 360ο μοιρών και πότε να κάνει διάφορα κόλπα. Έσκυψε και ζωγράφισε στην άκρη του τετραδίου ένα μικρό γλάρο να δώσει ώθηση στο μυαλό της.. Και οι σκέψεις της βγήκαν από μέσα της αργά, διαδοχικά.. Το μολύβι πήρε πάλι φόρα και τύλιγε το χαρτί με μαύρα στίγματα, με σχήματα και εικόνες που θα έμπαιναν στην σωστή θέση και εκείνες με τη σειρά τους..

Η ώρα πέρασε και το τετράδιο γέμισε με σημειώσεις και έννοιες, παραγράφους και κείμενα που μπορούσες να βγάλεις νόημα διαβάζοντάς τα. Αλλά και σχήματα, περιγράμματα και σημεία όπου θα μπαίνανε οι εικόνες που είχε σκεφτεί.. Δεν ήξερε αν τελικά η εργασία της θα κατάφερνε να της δώσει την ευκαιρία να περάσει αυτό το μάθημα αλλά τουλάχιστον θα είχε μορφή και υπόσταση κάτι που και η ίδια δεν το πίστευε..

Κίνησε να φύγει, σηκώθηκε από εκεί που καθόταν και έκανε μερικά βήματα για να ξεπιαστεί. Θα πήγαινε σπίτι να χαλαρώσει, και αργά το βράδυ όταν όλα θα είχαν καταλαγιάσει μέσα της, σκέψεις , ιδέες, κι έμπνευση, θα τα έβαζε σε μια σειρά. Θα έδινε μορφή σε τόσα σκόρπια κειμενάκια.

Λίγο πιο κάτω από το σημείο που καθότανε η Εύα,ήταν αγκαλιασμένο ένα ζευγαράκι. Το αγόρι είχε κλείσει στην αγκαλιά του την κοπέλα και την έσφιγγε δυνατά ,να την αισθάνεται να μην του φύγει. Κοιτούσαν την θάλασσα σιγοψιθυρίζοντας ο ένας στον άλλον λόγια αγάπης ,ίσως ποιος ξέρει - σχέδια για την αυριανή μέρα, σκοτούρες, ή όνειρα.. μπορεί να μιλάγανε και για όνειρα.., για πράγματα που θέλανε να κάνουνε μαζί.

Ξαφνικά η κοπέλα θέλησε να κάνει μία κίνηση να χορτάσει λίγο πιο πολύ αλμύρα, ξέφυγε απότομα από την αγκαλιά του αγοριού και κατευθύνθηκε προς την θάλασσα.. Εκείνος μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων, εντελώς αναπάντεχα της άρπαξε το χέρι στον αέρα και την τράβηξε πάλι πίσω. Εκείνη γύρισε απότομα παρασυρμένη από την ορμή του χεριού του και έπεσε βαθιά μέσα στην αγκαλιά του. Το βλέμμα της πρόδιδε τα ερωτηματικά που περνούσαν μπροστά από τα μάτια της.. Κοιτάζοντας τον λίγο πιο βαθιά, διάκρινε την αγάπη μέσα του! Έριξε λίγο νάζι στα μάτια της, έκανε ένα γλυκό μορφασμό και χάθηκε μέσα στον λαιμό του παραδομένη στην αγάπη. Παράξενη αυτή η αγάπη… Εκείνος της είχε εκδηλώσει με το δικό του τρόπο πως ήθελε να μείνει εκεί.. κοντά του..

Η Εύα συνέχισε το δρόμο της , για να πάρει λίγο πιο κάτω από το σταθμό το τραμ και να γυρίσει σπίτι της.. Χαμογελούσε γιατί είχε μοιραστεί μία δική τους στιγμή, άνοιξε το τετράδιο της για να γράψει ένα στιχάκι για την αγάπη. Είδε τον γλάρο της πάνω- πάνω χρωματισμένο με μολύβι ..

Άραγε στην αγάπη υπάρχει ελευθερία;; Ξεφύλλισε διστακτικά τα φύλλα που είχε πληγώσει αραδιάζοντας σκέψεις.. έπεσε πάνω σε μια φράση..

Στην αγκαλιά μου έρχεσαι και φεύγεις

Σαν κύμα σε ακτή..

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2007

Σαν όλα να ξεκίνησαν τώρα και σαν όλα να τελειώνουν… τόση σιωπή, τόσες σκέψεις και το φως να αχνοφαίνεται.. Άραγε είναι ώρα που ανατέλλει ο ήλιος ή πήρε από ώρα να δύσει και τώρα πια χάνεται.. Μα πως γίναν όλα έτσι ένα κουβάρι μπλεγμένο και πουθενά η άκρη , και είναι που δεν μου πάει και η καρδιά να κόψω το κορδόνι να φτιάξω εγώ ξανά μια νέα αρχή, να βάλω ένα τέλος.
Σαν ένας λαβύρινθος που χάθηκε η ψυχή, και όσο και αν φοβάται το σκοτάδι μένει εκεί στο ίδιο σημείο δεν λέει να προχωρήσει. Λες και ρίζες νοητές κρατάνε τα πόδια της σε εκείνο το χώμα, και η πνοή έγινε βαριά.. αργόσυρτη.. σαν να κουράστηκε από νωρίς. Τι να κουβαλάει άραγε.. ποιο σαράκι να της τρώει τη χαρά, ποιο γκρίζο σύννεφο να την φοβίζει για καταιγίδα..


Τετάρτη 18 Ιουλίου 2007

Ιστορία ψεύτικη, φανταστική..



Είχαν τα απαραίτητα προσόντα.. στοιχεία.. θεμέλια... -όποια λέξη σε εκφράζει διάλεξε- να είναι μαζί για πάντα.. Όταν την γνώρισε, είπε ότι είναι η γυναίκα της ζωής μου. Όταν τον γνώρισε είπε, είχα καιρό να νιώσω κάτι τέτοιο.. Χημεία τρομερή, όρεξη, φρεσκάδα και νιότη όλα μαζί μέσα σε δύο τόσο όμορφα πρόσωπα. Ένα σώμα.. Ναι ένα σώμα.. το ίδιο σκεφτόταν με κείνη , την ανάσα του λάτρευε, με την φωνή του ζούσε. Παντού μαζί μέρα νύχτα όποιο και αν ήταν το πρόγραμμα, ότι και να ακολουθούσε τη μέρα πάντα μαζί..
Από το πρωί ως το άλλο ξημέρωμα η αγάπη ζούσε σε ζεστή φωλιά.. Τα ηλιοβασιλέματα δεν θρηνούσαν πια.. ήταν εκεί για μια ακόμη αγκαλιά. Και όνειρα.. όλο όνειρα έκαναν. Και εκείνος μίλαγε με τις ώρες.. την αγαπούσε της έλεγε, ξυπνούσε με την μορφή της, ζούσε με την παρουσία της, η απουσία της αβάσταχτος καημός.. "γιατί δεν είναι εδώ" "γιατί δεν στέλνει ένα μήνυμα".. Εκείνη τρισευτυχισμένη.. Σ' αγαπώ ψιθύριζε στον άνεμο, ταλαιπωρούσε τον εαυτό της για να είναι μόνο μαζί του, να μην του λείψει τίποτα, να πάρει μία αγκαλιά , λίγο από την μυρωδιά του..
Το επίκεντρο του ενδιαφέροντος οι αγκαλιές και τα φιλιά τους..
Ο κόσμος αλλάζει. Τα όνειρα τελειώνουν γρήγορα...Το συγκεκριμένο είχε ένταση, διάρκεια..
Εικοσιτέσσερις ώρες είχε η μέρα και όμως δεν ήταν αρκετές για να χορτάσει η αγάπη τους.. Και ούτε χόρτασε όμως..
Όλα πολύ δυνατά πολύ έντονα.. πολύ όμορφα αλλά και πολύ τρομαχτικά.. Εκείνη έμαθε να του λέει σ' αγαπώ να του μιλάει για την αγάπη της σαν να απαγγέλλει ποίημα.. να τον λατρεύει και να προσπαθεί να τον γεμίζει όλη την ώρα.. Εκείνος έμαθε να ζητάει κι άλλο.. για να μη σταματήσεις να με αγαπάς της είπε κάποια στιγμή.. Είχε ήδη πολλά αλλά ήθελε και άλλα.. Μπερδεύτηκε κάπου μέσα στο φόβο και στον εγωισμό. Ζήταγε όλη την ώρα, και σταμάτησε να δίνει, πίεζε και δεν ήθελε να πιέζεται.
Οι όμορφες στιγμές, δώσανε χώρο στο χάσμα επικοινωνίας.. Φωνές ,πείσματα, δάκρυα, και λίγο πριν καταρρεύσουν όλα.. αγκαλιές απελπισμένες και σ' αγαπώ στα σκοτεινά.. να κρατήσουν αυτό που είχαν..
Δεν ήθελε να ζει μακριά του ούτε λεπτό. Τον νοιαζόταν.. Από τον κόσμο χαμένη μόνο γι' αυτόν..
*
«Δεν είμαι πια ευτυχισμένη..» τόλμησε να πει κάποια στιγμή σε μια φίλη της..
*
*
Το τέλος έφτασε.. θα φτάσει .. ποιος ξέρει...
Του είπε πως ένοιωθε.. ή έφυγε ξαφνικά.. Της άρεσε η φυγή..
Εκείνος της είχε ζητήσει παλιά στα δύσκολα να μείνει εκεί να μη φύγει..
Άραγε μπορεί κάτι να ξανα φουντώσει μετά από μια απογοήτευση;;
Που να είναι τώρα εκείνη; Μόνη.. άραγε θα τα σκέφτεται όλα αυτά..
Θα τον έχει ξαναδεί από τότε;;
Εκείνος που να είναι;; Θα έχει συνεχίσει την ζωή του; Θα την θυμάται καθόλου;

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2007

Καθισμένη δίπλα στο σπίτι της, κάτω από τη σκιά του γέρο- πεύκου αφουγκράζεται. Χορταίνει από ήχους και μυρωδιές. Σχεδόν καλοκαίριασε, είναι μία από τις μέρες που η ζέστη είναι αφόρητη. Άρχισαν κιόλας τα τζιτζίκια το τραγούδι τους, αναγγέλουν το καλοκαίρι.
Ένα αδύναμο αεράκι προσπαθεί να δροσίσει την ατμόσφαιρα αλλά μάταια.. στο τέλος θα σταματήσει και αυτό.

Η ανάσα της κουρασμένη, θέλω λίγο δροσιά φωνάζει όλο της το είναι.
Καλοκαίρι, όμορφο καλοκαίρι κοντεύεις να φτάσεις σκέφτεται. Και έρχεσαι δυναμικά απ' ότι φαίνεται. Ευτυχώς που έχω και αυτόν τον μικρό παράδεισο να ξεφεύγω τα μεσημέρια μετά την δουλειά.
Τα μάτια της στράφηκαν ίσια μπροστά της, στο όμορφο σπίτι της με τα τεράστια μπαλκόνια.
Άσπρο νησιώτικο, με κήπο και λουλούδια. Με αυλή να παίζουν τα παιδιά της μελλοντικά. Με αυλή που θα χαλαρώνει μεθαύριο με τον αγαπημένο της.

Να 'ναι καλά ο πατέρας μου και η μητέρα μου μονολογεί που μόχθησαν για μένα.
Και μέσα στο δικό της βλέμα , αξεδιάλυτα μπλεγμένα τα μελιά μάτια του πατέρα της και το πράσινο βλέμμα της μητέρας της να την κοιτάζουν.
Χαμογελάει ικανοποιημένα. Πόσο τους αγαπά σκέφτεται , αν δεν υπήρχαν εκείνοι κανένα καλοκαίρι, κανένα σπίτι, καμία στιγμή δεν θα είχε αξία.

Να μόνο που το σκέφτεται νομίζει πως τους βλέπει. Όπου κι αν πάει μαζί της, τους κουβαλάει. Και είναι χαρά ψυχής να τους έχει δίπλα της. Από τώρα φαντάζεται τι θα επικρατήσει εδώ μετά από λίγες μέρες.
Θα γεμίσει ο κόσμος φωνές χαράς. Μυρωδιές από σπιτικό φαγητό..
«Μμμμ μανούλα μου» ξεφεύγουν οι λέξεις από τα χείλη της και νομίζει πως μυρίζει ήδη τις πίττες της.

Ανασαλεύει το κορμί της σαν η σκέψη της να την ταρακούνησε λιγάκι.
Και να κοιτάει προς τα κάτω , προς την θάλασσα. Τον βλέπει , είναι ο μπαμπάς της ανεβαίνει με τα σύνεργα του ψαρέματος.
Ανεβαίνει ξυπόλητος, του αρέσει να αισθάνεται την γη. Το έκανε από μικρός. Το πρόσωπό του λάμπει, τα μάτια του δύο τεράστια μελιά διαμάντια. Τεράστια όσο και να τα κοιτάει δεν τα χορταίνει. Χαμογελάει, είχε και πάλι μία καλή ψαριά φαίνεται. Θέλει να δείξει σε όλους τι έπιασε, να πει τις ιστορίες που έζησε και μετά να κάτσει στην αυλή να τα ψήσει και να καλέσει όλο τον κόσμο.

Ξάφνου βλέπει και την μητέρα της να βγαίνει από την πορτούλα της κουζίνας και να τον κοιτάει που ζυγώνει. Το χρώμα της στο πρόσωπο επανέρχεται. Είχε ανησυχήσει που άργησε. Τρέμει η ψυχή της όποτε πέφτει στη θάλασσα. Αχ βρε χλωμή μου μανούλα, που όλες οι μανούλες του κόσμου δεν φτάνουν για να σχηματίσουν το πρόσωπό σου.. Κοντούλα,καστανή με δύο πράσινα γατίσια μάτια και μια φωνή.. αχ μία φωνή καθάρια όπως και η ψυχή της, κελαριστή όπως και το νερό απ' τις πηγές στο βουνό. Λάτρευε να την ακούει να τραγουδάει. Από μωρό που την είχε, με νανουρίσματα την κοίμιζε, με τραγούδια την κανάκευε.
Πάντα με το μελαγχολικό βλέμμα, φοβόταν πάντα, φοβόταν μη τους χάσει. Τόσο πολύ τους αγαπούσε.

Και αυτό από την μητέρα της το κληρονόμησε. Και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, δάκρυα χαράς που τους έχει δίπλα της αρτιμελείς και γεμάτους ζωή και δάκρυα απελπισίας που φοβάται μην τους χάσει..
Κοιτάει προς τον ουρανό και η καρδιά της λέει:«Θεέ μου σε παρακαλώ κάνε να είναι καλά, και πρόσεχέ τους εκεί που δεν μπορώ εγώ.. »

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2007

«Αφήνεις ίχνη να σε βρω.» .. Κοίταγε το χαρτάκι μα δεν είχε την ψυχική δύναμη ούτε να το τσαλακώσει.. Τα χέρια της υγρά, κάθε τόσο προσπαθούσε να εγκλωβίσει μέσα στα δάχτυλά της τα δάκρυα. Να μην δει κανείς ότι κλαίει. Θυμός και παράπονο έβγαινε από τα μάτια της. Πήρε τα κλειδιά, μπήκε στο αμάξι και ξεχύθηκε στους δρόμους.
«Και όλα τα σ' αγαπώ που' λεγε εχθές τέθηκαν κι αυτά στην άκρη.. και άρχισε πάλι ο εγωισμός.. Πως μπόρεσε να μου το κάνει αυτό» σκεφτόταν και ήταν σαν να το φώναζε πραγματικά.. Τα λόγια αντηχούσαν στα αυτιά της και την παρέσερναν σε μια παραζάλη, τα δάκρυα δεν έλεγαν να στερέψουν.. Συνέχισε να επιταχύνει μα κοίταγε και από τον καθρέφτη και πίσω της. Τι κακό που είχε πάθει με αυτόν τον άνθρωπο να τον νοιώθει συνέχεια δίπλα της, να μην φεύγει ούτε λεπτό. «Τελείωσε» έλεγε σπαρακτικά «Θα τον χωρίσω. Τίποτα δεν εκτίμησε. Δεν με αγάπησε το είδα.. Το είδα στα μάτια του... Τελείωσε, τον έχασα για πάντα.. Δεν μπορώ να ζήσω έτσι.» Τα μάτια της από το κλάμα είχαν πρηστεί, είχαν γίνει πιο πράσινα.. δεν μπορούσε να δει καλά.

Άνοιξε το παράθυρο να αναπνεύσει λίγο καθαρό αέρα, να σκεφτεί πιο καθαρά. Ελάττωσε ταχύτητα και συνέχισε την πορεία προς το αγαπημένο της μέρος, την παραλία του Λαιμού. Ο ήλιος κόντευε να δύσει. Πάρκαρε το αμάξι όσο πιο άγαρμπα μπορούσε να κάνει κάποιος πρωτάρης οδηγός. Το τελευταίο που την απασχολούσε ήταν το αμάξι. Πήρε το κινητό και μαζί με το χαρτί χάθηκε μέσα στην τσέπη της. Έβγαλε τα παπούτσια της και ένιωσε την υγρή άμμο στα δάχτυλά της.. Συνέχισε να περπατάει δίπλα στο κύμα αφήνοντας πατημασιές στην άμμο. Περπατούσε στις άκρες των δαχτύλων για να αφήσει σημάδια έντονα. Κάθε λίγα μέτρα γυρνούσε και κοιτούσε πίσω τα σημάδια που είχε αφήσει. Όμως ερχόταν το κύμα με τη σειρά του και τα έσβηνε.. και τότε την έπαιρνε το παράπονο πιο πολύ και έκλαιγε με αναφιλητά. Σαν παιδάκι που πονούσε που χάθηκε και έλεγε: «Δεν θα με βρεί.. δεν θα με βρει..»

Ένα ανεπαίσθητο μπιπ έκανε την κοφτή ανάσα της να σταματήσει.. Μάλλον το φαντάστηκε.. Κοίταξε διστακτικά το κινητό, είχε μήνυμα.
«Μου λείπεις»


P.s. Άραγε θα την βρει;;

Παρασκευή 6 Ιουλίου 2007

Η οικογένεια μου

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Η πιο σημαντική λέξη δίπλα στην ΖΩΗ και στην ΘΡΗΣΚΕΙΑ.

Νοιώθω πολύ τυχερή που με αξίωσε ο Θεός να έχω οικογένεια.
Έχω δύο υπέροχους ανθρώπους για γονείς γεμάτους χαρίσματα
και καλή καρδιά. Έναν πατέρα πάντα χαμογελαστό, στήριγμα του
σπιτιού μας! Μία μητέρα στοργική και υπομονετική!
Μου χαρίσανε δύο ακόμη αδέρφια. Δύο διαφορετικούς χαρακτήρες
για να μην έρχεται η ανία ποτέ στην ζωή μου. Δύο κορίτσια , αίμα μου,
αιώνιες φίλες μου για να 'μαστε αχώριστες και πάντα μαζί.
Στα δύσκολα και στα εύκολα.

Σας αγαπώ πολύ!! Σας ευχαριστώ που υπάρχετε στη ζωή μου που κρατάω
το χέρι σας!! Είστε το νόημα για να ζώ... Μπαμπάκα μου, μαμάκα μου,Ιωαννάκι μου και το μικρό Κωνσταντινάκι μου!!

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2007

Μηνυματάκι

Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια ξανθιά κοπέλα. Ξεχωριστή για την εποχή της.. που ζητούσε να βρει τον έρωτα.. περιπλανόμενη σε έναν κόσμο χωρίς αξία, δίχως στοργή και δύναμη .. ζούσε μονάχα για τα ονειρά της. . όνειρα αληθινά.. πέρα για πέρα μαγικά..

Έκείνη λοιπόν σαν μια νεράιδα εγκλωβισμένη σε μια φυλακή από την απουσία των ανθρώπων.. εξακολουθούσε σαν το πιο όμορφο θλιμένο δειλινό.. να στέκεται εκεί για όλους.. αιώνιο φωτεινό φεγγάρι στις άδειες νύχτες μας.. εκεί λοιπόν στα σκοτάδια της ψυχής, θρινόμενη από τα δάκρυα της αυγής ήξερε ότι πάντα εγώ θα είμαι εκεί για κείνην .. ένας μικρός φάρος στην τρικυμία της ζωής.. εκεί να φωτίζει .. μονάχα για την νεράιδα.. να της υπενθυμίζει ότι την αγαπάω.. όλα καλά θα πάνε γλυκειά μου νεράιδα, μη φοβάσαι μαζί θα τα ξεπεράσουμε
Υ. Γ. έτσι ακριβώς μου είχε γράψει η μία αδερφούλα μου.. σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής μου.. είμαι πολύ τυχερή που την έχω κοντά μου